United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω! πόσον έλαμπεν από της ιμερτής χαράς το πολιόν πρόσωπον του πρεσβύτου, ως λάμπει το πρόσωπον πατρός, προπέμποντος εις τον ωκεανόν του Κόσμου το τέκνον του, του οποίου προ μικρού ησπάσθη της χαράς τα στέφανα.

ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Μεγαλειοτάτη.... ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αι κνήμαι του διεσκέλιζον τον Ωκεανόν, ο βραχίων αυτού υψούμενος εσκέπαζε τον κόσμον· όταν ωμίλει εις φίλους, η φωνή του ήτο μελωδική ως εναρμόνιος σφαίρα, αλλ' όταν ήθελε να εκφοβίση και συνταράξη την οικουμένην, ωμοίαζε προς κρότον βροντής.

Ραψωδία Μ Τον ποταμόν Ωκεανόν άμ' άφησε το πλοίο, κ' έφθασε μεσοπέλαγατην νήσο την Αιαία, 'που 'ναι της ορθογέννητης Ηώς η κατοικία, και οι φωτεινοί χορότοποι, και ο Ήλιος πρωτολάμπει, 'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο, 5 εις τ' ακρογιάλι εβγήκαμε, και, αφού πήραμ' ολίγον ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.

Και εις τας μάχας αυτάς εμαχόμην μεταξύ των πρώτων και δεν απέφευγα τα τραύματα. Και διά να μη σου διηγούμαι όσα έπραξα εις την Τύρον και εις τα Άρβηλα, περιορίζομαι να σου είπω ότι και μέχρι των Ινδιών έφθασα και τον Ωκεανόν έκαμα όριον του κράτους μου και τους ελέφαντας των Ινδών εκυρίευσα και τον Πώρον αιχμαλώτισα.

Έως εις την Σικελίαν επήγαμεν καλά• αλλ' εκεί μας πήρε ένας φοβερός άνεμος, ο οποίος εις τρεις ημέρας μας πήγε εις τον ωκεανόν, όπου μας συνήντησε το κήτος και μας εκατάπιε όλους με το πλοίον και μόνοι ημείς οι δύο εσώθημεν, οι δε λοιποί όλοι απέθαναν. Αφού δ' εθάψαμεν τους συντρόφους μας και εκτίσαμεν αυτόν τον ναόν του Ποσειδώνος, ζώμεν τον βίον που βλέπετε.

Μίαν φοράν απέπλευσα από τας Ηρακλείους στήλας και βοηθούμενος υπό ουρίου ανέμου επροχώρησα εις τον Εσπέριον ωκεανόν. Ο λόγος δε και ο σκοπός του ταξειδίου μου ήτον η περιέργεια και ο πόθος να γνωρίσω νέα πράγματα και να μάθω που τελειόνει ο ωκεανός και τίνος είδους άνθρωποι κατοικούν πέραν αυτού.

Μετά τρεις ημέρας, εβλέπαμεν ευκρινώς τον ωκεανόν, αλλά γην πουθενά, εκτός των εναερίων χωρών αλλά και αυταί τώρα είχον χρώμα πυρός και εφαίνοντο λάμπουσαι• την δε τετάρτην ημέραν κατά την μεσημβρίαν υποχωρούντος ολίγον κατ' ολίγον του ανέμου, επέσαμεν ελαφρά και χωρίς ορμήν εις την θάλασσαν.

Αυτά 'πε, κ' έστρεψεν ευθύςτην κατοικιά του Άδη• εγώτον τόπον έμενα, μην κάποιος έλθη ακόμη, εκείνων, οπού απέθαναν το πάλαι, ανδρών ηρώων. και τους αρχαίους θα 'βλεπα τους άνδραις, 'που εποθούσα, 630 τέκνα τρισένδοξα θεών, Πειρίθοον και Θησέα. αλλ' άπειρα εσυνάζονταν των πεθαμένων πλήθη, με αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, μην της Γοργώς την κεφαλή, τέρας φρικτό, μου στείλη του Άδη από την κατοικιάν η θεία Περσεφόνη. 635το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα, να 'μπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν• ανεβήκαν αυτοί κ' ευθύς εκάθισαν και το καράβι εκύλατον ποταμόν Ωκεανόν, ως το 'φερνε το ρεύμα, με τα κουπιά, και το 'σπρωξε πρύμος κατόπι ωραίος. 640

Εκ πρώτης όψεως εφάνη εις τον Βινίκιον ότι, όχι μόνον η πόλις κατεβιβρώσκετο από τας φλόγας, αλλ' ο κόσμος ολόκληρος, και ότι τίποτε δεν θα διέφευγεν από τον ωκεανόν εκείνον του πυρός και του καπνού. Είχεν ήδη εξημερώσει και ο ήλιος εφώτιζε τας κορυφάς των πλησίον λόφων. Ο Βινίκιος δεν ηδύνατο να συγκρατηθή επί του ίππου του, εκέντριζε και εκτύπα αυτόν διά να φθάση όσον το δυνατόν ενωρίτερον.

Τελευταίον ακόμη ήμην τόσον ασήμαντος εις τα σχέδιά του, όσον είναι η επί των φύλλων της μυρσίνης πρωινή δρόσος παραβαλλομένη προς τον ωκεανόν. ΚΑΙΣΑΡ. Έστω. Ανακοίνωσέ μας την εντολήν σου.