United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εις το καράβι ως φθάσαμε κάτωτο περιγιάλι, πρώτα εις την θεία θάλασσα σύραμε το καράβι, έπειτα μέσα εστήσαμε κατάρτι και πανία, κ' εφέραμε τα πρόβατα• κατόπι εμπήκαμ' όλοι, δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι• 5 και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον, 'που φούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη, δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα. και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε, και ωδήγα το πλοίο μας ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης, 10 και μ' ολοτέντωτα πανιά αρμένιζ' ολημέρα. και ο ήλιος ως βασίλευε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 'ς τον βαθύν ήλθ' Ωκεανόν, όπ' άκρ' είναι του κόσμου. η πόλις είναι και ο λαός εκεί των Κιμμερίων• νέφος πυκνό και σκοτεινόν ολούθε τους σκεπάζει, 15 ουδέ ποτέ κυττάζει αυτούς ο ακτινοβόλος Ήλιος, 'ς τον αστροφόρον ουρανόν ούτ' όταν αναιβαίνη, ούτ' όταν κλίνη προς την γην από τα ουράνια μέρη• αλλά τους άμοιρους θνητούς μαύρη πλακόνει νύκτα.

Άξιον παρατηρήσεως είνε ότι, ενώ μόλις το 1786 επετράπη εις τους Έλληνας ραγιάδες να ναυπηγήσουν πλοία μεγαλείτερα των σακολέβων, μετά 17 έτη πλοίον ελληνικόν διέπλευσε τον Ατλαντικόν ωκεανόν. Και σήμερον ότε έχομεν ατμήρη ναυτιλίαν, αμφιβάλλω αν πλοίον υπό ελληνικήν σημαίαν διέπλευσεν ακόμη τον πορθμόν του Σουέζ.

Εβγαίνοντας το λοιπόν από τον κόλπον της Μπάσρας, που είνε μακρύς χίλια πεντακόσα μίλια, ήλθαμεν εις την Όρμαν, χώραν παραθαλασσίαν. Και ύστερον από εκεί εβγήκαμεν εις την μεγάλην θάλασσαν, ήγουν εις τον Ωκεανόν, και με ένα πολλά ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το νησί της Σερενδίβ. Και εβγαίνοντας από το καράβι επήγα και κατέλυσα εις τον σύντροφον του πατρός μου ονομαζόμενον Αμπίμπη.

Αποκτήσας δύο παμμέγιστα ιστιοφόρα, ταξειδεύοντα εις τον ωκεανόν, έγεινεν ο πρώτος μεταξύ των πλοιάρχων.

Δεν ευρίσκω ουδέν ίχνος του ισχυρισμού ή της εικασίας του Βεδ, ότι αι γυναίκες και τα παιδία και οι άνδρες αποτέλουν τρεις διακεκριμένας τάξεις εν τη συνοδεία, και τοιαύτη βεβαίως συνήθεια δεν επικρατεί ούτε κατά τους νεωτέρους χρόνους. Αλλ' εν πάση περιπτώσει, εις ένα τοιούτον ωκεανόν ανθρωπίνων πλασμάτων, πόσον ήτο εύκολον ν' απολεσθή ή να παραπλανηθή έν μικρόν παιδίον!

Τότε ο Ραδάμανθυς διέταξε να εισέλθουν εις πλοίον μονόξυλον εξ ασφοδέλου πεντήκοντα εκ των ηρώων και να καταδιώξουν τους φυγάδας• ούτοι δε ανέπτυξαν μεγάλην δραστηριότητα και περί την μεσημβρίαν τους έφθασαν όταν εισήρχοντο εις τον γαλακτώδη ωκεανόν και ευρίσκοντο πλησίον της Τυροέσσης• ολίγον ακόμη και θα διέφευγαν. Οι ήρωες έδεσαν το πλοίον με αλυσσίδα από ρόδα και το έσυραν επιστρέφοντες.

Εις τον ηγριωμένον Βαθύν ωκεανόν, Όπου φυσάει με βίαν Και οργίζεται το πνεύμα Της πικράς τύχης· Καθ' ημέραν κυττάζει Τους πολλούς των δυστήνων Πνιγομένων θνητών, Και ποίος ποτε τον ήκουσε Παραπονούντα; Θερμότατον τον πόθον Εφύτευσας της δόξης Εις την καρδίαν των τέκνων σου, Ω Ελλάς, και καλείσαι Μήτηρ ηρώων.