United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός, όπου είναι, τώρα σε 'λίγο, θάρθη 'δω, γιατί θα σουρουπώσει, και δε θα βλέπη να κάνη δουλειά εκεί κάτω . . . Και πρέπει να φεύγω το γληγορώτερο, χωρίς να με ιδή όπως δεν με είδε ως τώρα». Εδίστασε προς στιγμήν. Ησθάνθη μέσα της φοβεράν πάλην. Είτα είπε, σχεδόν μεγαλοφώνως· «Καρδιά! . . . αυτό είναι μια απόφαση». Και δράξασα με τας δύο χείρας τα δύο κοράσια, τα ώθησε με μεγάλην βίαν.

Με όλα τα κρεμάσματα. και τας εντριβάς, τα οποία εφήρμοσεν αύτη, τα δύο κοράσια απέθαναν. Το πρωί έτρεξεν ο Γιάννης εις την πολίχνην διά να δώση είδησιν εις τας αρχάς, ενώ η Φραγκογιαννού μείνασα οπίσω εσυντρόφευε την άρρωστην μητέρα, κλαίουσαν και οδυρομένην, εξασκούσα και το έργον της παρηγορητρίας, σιμά εις το επάγγελμα της ιάτρισσας.

Την ώραν εκείνην υπήρχον εντός της αυλής μόνον δύο ή τρία κοράσια, τα οποία δεν εθορύβουν κι' αυτά ολιγώτερον από τα παιδία. Αφότου μάλιστα είχεν ιδρυθή εις το χωρίον σχολείον των θηλέων, τα κοράσια είχον μεγάλως ξυπνήσει.

Το έν μάλιστα θυγάτριον, μόλις επτά ετών, της γειτόνισσας της Προπαντίνας, η Ξενούλα, άρχισε να περιγελά την γραίαν με μιμικάς κινήσεις των χειρών και του στόματος. Στιγμήν τινα, τα δύο άλλα κοράσια έτρεξαν έξω της αυλής, η δε Ξενούλα, μείνασα, έκυπτεν εις το φρέαρ, κ' εζητούσε, με μίαν βέργαν, να φθάση και ταράξη το νερόν. Έκυπτεν επιμόνως αλλ' η βέργα ήτο πολύ κοντή και δεν έφθανε.

Τι τ' αφήνει εδώ, 'κείνος ο πατέρας τους, μικρά κορίτσια, είπε πάλιν η Φραγκογιανού. Τάχα δεν μπορούν να πέσουν και μοναχά τους μέσα; . . . Έστρεψεν ανήσυχον βλέμμα προς την καλύβην. Αλλ' αυτή είχε την όψιν ότι δεν υπήρχεν άνθρωπος μέσα. Εκύτταξε μετά περιεργείας τα δύο κοράσια. Το μεγαλείτερον τούτων ωραίον, ξανθόν, αν και σχεδόν άνιπτον, έκαμνεν ωραίαν εντύπωσιν.

Και άλλοτε πάλιν την ήκουσαν να δογματίζη ότι ο άνθρωπος δεν συμφέρει να κάμνη πολλά κορίτσια, και ότι το καλλίτερον είναι να μη 'πανδρεύεται κανείς. Η δε συνήθης ευχή της προς τα μικρά κοράσια ήτο «να μη σώσουν!. . να μην πάνε παραπάνωΚαι άλλοτε προέβη επί τοσούτον ώστε να είπη·Τι να σας πω! . . . Έτσι τούρχεται τ' ανθρώπου, την ώραν που γεννιώνται, να τα καρυδοπνίγη! . . .

» Έβγα, Κυρά πεντάμορφη, και Κορασιά του Πύργου! » Έβγα στο παραθύρι σου το σιδηροφραγμένο, » Για να με ιδής πως έρχομαι γυναίκα να σε πάρω, » Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι

Και διά μεν τους αγενείους θα ορίσωμεν τα δύο τρίτα του μήκους του δρόμου, διά δε τους παίδας τα μισά, είτε με τόξα είτε με όπλα αγωνίζονται. Διά δε τας γυναίκας και τα κοράσια τα ανήλικα να αγωνίζωνται γυμνά, εις το στάδιον και τον δίαυλον και τον ιππικόν δίαυλον και τον δόλιχον, εις το ίδιον τρέξιμον ανταγωνιζόμεναι.

Τι τα θαυμάσια εγίνηκαν Κοράσια σας οπ' είχαν Ψυχήν 'σάν φλόγα, χείλη 'Σάν δροσισμένα 'ρόδα, Λαιμόν 'σάν γάλα; 'Στά πλούσια περιβόλια σας Βασιλικός και κρίνοι Ματαίως ανθίζουν· έρημα, Ούτ' ένα χέρι ευρίσκεται Να τα ποτίζη. Τα δάση, τα λαγκάδια σας, Όπου η φωναί αντιβόουν Των κυνηγών, σιωπώσι· Σκύλοι εκεί τώρα αδέσποτοι Μόνον βουίζουν.

Ο μάστρο-Παναγής ήτον καλαφάτης, και ειργάζετο ολίγους μήνας το έτος εις το «Καρινάγιο». Ο υιός των, ο Γιάννης, δεκατριών ετών, εμάνθανεν ήδη την τέχνην του πατρός του. Τα τρία κοράσια, η Γαληνιώ, η μάνα σήμερον της Ξενούλας και δύο άλλαι, ήσαν από δέκα ετών και κάτω. Το παιδίον, ο Στέλιος, ήτο βρέφος ακόμη.