United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν μη χάνης καιρόν. Ο Βράγγης εκρέμασεν επ' ώμου την πήραν του, έλαβεν εις την χείρα την ράβδον, έκαμε το σημείον του σταυρού, και ήρχισε την οδοιπορίαν.

Είχε τους οφθαλμούς ημικλείστους και προσεπάθει ν' αποσείση τον ύπνον, όστις ήρχισε ν' αποναρκόνη αυτόν κατ' ολίγον. Την πήραν, την ράβδον και την φλοκάταν είχεν ακουμβήσει όπισθεν αυτού παρά τον κορμόν της πλατάνου. Ο Δαρώτας τω είπεν, ως να τον είχε καλέσει ο Βράγγης, ή ως να τον προέτρεπε να μείνη·Θα υπάγω. Είναι καιρός. Τόσον δρόμον έτρεξα σήμερον!...

Όλην την νύκτα εσυλλογιζόμην δι' αυτό, αλλά τέλος το ηύρα. — Και τι ηύρες αφέντη; τω είπεν ο Βράγγης. — Σηκώσου γρήγορα. — Είμαι όρθιος, αφέντη. — Ετοίμασε το άλογόν σου, παιδί μου. — Αλλά δεν έχω άλογον, είπε μετ' απορίας ο Βράγγης. — Δεν πειράζει, πηγαίνεις με τους πόδας σου. — Και με τας χείρας μου, αν ήτο τρόπος. — Να υπάγης γρήγορα να εύρης τον παλαιόν μου φίλον τον Λιμπέρην.

Οι ιππείς παρετήρησαν μετά προσοχής, διότι ο Βράγγης είχε πλησιάσει ήδη, και είδον το εν ταις αγκάλαις αυτού βασταζόμενον. Παρετήρησαν αλλήλους ερωτηματικώς. Εφαίνοντο ως να έλεγον·Αυτή να είναι; — Και όμως ο γέρος δεν είναι αυτός, είπε μεγαλοφώνως είς αυτών. — Ειμπορεί να μην είναι ο γέρος, και να είναι η μικρά, απήντησεν άλλος. Οι ιππείς εδέησε να μετέλθωσι βίαν.

Ούτος ευρίσκετο ήδη τριάκοντα βήματα μακράν, και ήρχισε να εντείνη το βήμα και να ανοίγη φοβερώς τα σκέλη, ώστε θα τον εφθόνει και αυτός ο κολοσσός της Ρόδου. Προφανώς ελησμόνησε πόσον δρόμον είχε τρέξει, ως ισχυρίζετο. Ο Βράγγης απετίναξε την νάρκην του νυσταγμού, ανωρθώθη εν ακαρεί, έβαλε κραυγήν, και τον κατεδίωξεν, εκσφενδονίζων κατ' αυτού λίθους και βώλους γης.

Ο Βράγγης έσπευσε να φθάση εις το μέρος, όπου εσταμάτησαν, όλος ταραχή και αγωνία. — Τι τρέχει, έκραξεν εις των ιππέων. Ποίος φωνάζει; — Κύριος, δι' έλεος, βοήθειαν! — Ποίος είσαι; — Πτωχός γέρος απόμαχος. — Και τι θέλεις; — Βοήθειαν εις ένα πλάσμα, κύριοι! — Τι πλάσμα; — Μίαν μικράν κόρην, ήτις αποθνήσκει.

Ο ατυχής Βράγγης έχων την γλώσσαν έξω των χειλέων κρεμαμένην, επαρουσιάσθη προς αυτόν και τω μετεβίβασε την παραγγελίαν του κυρίου του. Ο Λιμπέρης, ου μόνον δεν δυσηρεστήθη διά το αίτημα, αλλ' εμακάρισεν εαυτόν διότι τόσον μικρόν πράγμα εζήτουν παρ' αυτού.

Αλλ' η γενναιότης σας με συγχωρεί να της ενθυμίσω, δεν στερείται μόνον την φλοκάταν, είπε δειλώς ο Βράγγης. Η γεναιότης σας δεν έχει ούτε στολήν καθαράν, ούτε θώρακα, ούτε υποκάμισον . . . — Ανόητε, και δεν ειξεύρεις ότι η τάξις απαιτεί να είμαι κομβωμένος, όταν θα παρουσιασθώ; Πού θα ίδη ο κόμης αν θα έχω θώρακα ή υποκάμισον; Η φλοκάτα τα σκεπάζει όλα. — Υπομονή, είπεν αποφασιστικώς ο Βράγγης.

Ο ατυχής Βράγγης, πνευστιών, αγωνιών, κάθιδρως, τετραυματισμένος, ουδ' ετόλμησε ν' αντεπεξέλθη κατά τοσούτον πολυαρίθμου εχθρού, αλλ' ετράπη κανονικώς εις φυγήν, εντείνων τας υπολειπομένας αυτώ δυνάμεις εις το μη περαιτέρω της καρτερίας και ευψυχίας.

Είναι εννέα ωρών δρόμος, είπεν απηλπισμένος ο Βράγγης. — Δεν βλάπτει, τον παίρνεις δι' επτά ώρας. — Και τι θα κάμω; — Να του είπης .... — Τι; — Να σου δώση την φλοκάταν του . . . — Την φλοκάταν του; — Ναι. — Να την κάμω τι; — Να μου την φέρης. Ο Βράγγης εκρέμασε τας χείρας περί τα πλευρά, και το ήθος του ήτο πλήρες ερωτημάτων και αποριών.