United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βρίσκομαι εδώ, στο χωριό, γιατί πρέπει να του αγοράσω ένα άλογο.» «Ένα άλογο από καλάμιρώτησε τότε ο ντον Πρέντου, γελώντας ηλίθια. «Α, να γιατί σε είδα να βγαίνεις από τη φωλιά της Καλίνα.» «Κι εσάς τι σας νοιάζει; Από εσάς δεν ζητήσαμε ποτέ τίποτα!» «Φυσικά, ανόητε! Δεν θα σας έδινα ποτέ τίποτε! Μια καλή συμβουλή μόνο, αυτή ναι! Αφήστε αυτό το παλικάρι εκεί που βρίσκεται

Τι εγνώριζες, εξ όσων μου είπες, ή τι θα γνωρίσης εξ όσων θα σου είπω; Συ πρώτος ωμίλησες, συ πρώτος εξεικόνισες τον κόσμον, και έθεσες εις την εικόνα του πλαίσιον. Ανόητε! το άπειρον επλαισίωσες και δεν ηννόησες την πλάνην σου. . . .

Ο τρελός θα μείνη και ας φύγη όποιος είναι γνωστικός. Ο τρελλός αν φύγη, παίγνιον θα γίνη Παίγνιον δεν είναι όμως ο τρελλός. ΚΕΝΤ Πού τα έμαθες αυτά, τρελλέ; ΓΕΛΩΤ. Όχι εις τον φάλαγγα, ανόητε. ΛΗΡ Δεν θέλουν λέγει να με ιδούν; 'ταξείδευαν την νύκτα; 'κουράσθηκαν; είν' άρρωστοι; — αυτά προφάσεις είναι, σημεία ότι μ' αμελούν κ' εσήκωσαν κεφάλι. Φέρε μ' απόκρισιν σωστήν.

Ω! Η φρικτή μορφή σου εις μιαν γυναίκα φαίνεται ακόμη φρικτοτέρα! ΓΟΝΕΡ. Ανόητε! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Κρύψου καλά! Μη προδοθής τι είσαι· Μη λάβης σχήμα τέρατος! — Αν ήθελα ν' αφήσω αυτά τα χέρια την φωνήν του αίματος ν' ακούσουν, θα 'ξέσχιζαν την σάρκα σου από τα κόκκαλά σου! Αλλ' έχεις σχήμα γυναικός. Αυτό σε προστατεύει, κι' ας είσαι δαίμονας! ΓΟΝΕΡ. Να δα! Τι άνδρας οπού είσαι! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τι νέα;

Την στιγμήν ταύτην ο Κατούνας, ιδών την φαιδρότητα του Σκούντα έλαβε θάρρος και επλησίασε δύο βήματα. Αλλ' ο Περίδρομος συνέστειλε τας οφρύς. — Τι θέλεις, Κατούνα; είπεν οργίλως. — Ενόμισα ότι είχετε σώσει το κρασί, εμορμύρισεν ο Κατούνας. — Φέρε μίαν φιάλην, ανόητε, διά να μην ευρίσκης πρόφασιν να έρχεσαι κάθε λίγο. Ο Κατούνας έσπευσε να υπακούση.

ΔΙΟΓ. Τώρα εκατάλαβα• λέγεις ότι η Αλκμήνη εγέννησε συγχρόνως δύο Ηρακλείς, τον μεν ένα εκ του Αμφιτρύωνος, τον δε άλλον εκ του Διός, ώστε χωρίς να το γνωρίζετε είσθε δίδυμοι. ΗΡ. Όχι, ανόητε• ήμεθα έν και το αυτό πρόσωπον και οι δύο. ΔΙΟΓ. Αυτό δεν είνε εύκολον να εννοηθή, ότι ήσαν δύο Ηρακλείς και απετέλουν ένα, εκτός εάν, όπως ο ιπποκένταυρος, ήσθε εις έν συγκολλημένοι άνθρωπος και θεός.

Αλλ' η γενναιότης σας με συγχωρεί να της ενθυμίσω, δεν στερείται μόνον την φλοκάταν, είπε δειλώς ο Βράγγης. Η γεναιότης σας δεν έχει ούτε στολήν καθαράν, ούτε θώρακα, ούτε υποκάμισον . . . — Ανόητε, και δεν ειξεύρεις ότι η τάξις απαιτεί να είμαι κομβωμένος, όταν θα παρουσιασθώ; Πού θα ίδη ο κόμης αν θα έχω θώρακα ή υποκάμισον; Η φλοκάτα τα σκεπάζει όλα. — Υπομονή, είπεν αποφασιστικώς ο Βράγγης.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Μα στους δασκάλους μου εγώ δεν κάνω αδικία. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ναι, ναι! να σεβασθήτε σεις τον πατρικόν μας Δία! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Για κύττα! Δία πατρικόν! Και πού λοιπόν υπάρχει ο Ζευς, μωρέ ανόητε; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Υπάρχει. — που για θεό επέρασα μια χύτρα σαν κ' εσένα! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Κάθησ' εδώ πέρα τώρα, πες τα με τον εαυτό σου! και με το ζουρλό μυαλό σου!

Τότε ο Γεωργός απομακρύνθη κλαίων, το δε Φάσμα λέγει προς εμέ: — Ανόητε! δεν ηννόησες τι έσπειρες; έσπειρες δέκα ευεργεσίας και εφύτρωσαν ένδεκα αχαριστίαι· η δε ενδεκάτη ήτον εκείνη, ήτις και σε ερράβδισεν ισχυρότερον! β'. Λέγω τότε και εγώ: — Είδον του δένδρου τους καρπούς, ησθάνθην και τας ρίζας αυτού και ηννόησα.

Δεν σε λυπεί η ανάμνησις όλων αυτών; Διατί κλαίεις, ανόητε; Δεν σ' εδίδαξεν ο σοφός Αριστοτέλης ουδέ αυτό, να μη νομίζης ασφαλή τα δώρα της τύχης; ΑΛΕΞ. Ο σοφός; Αυτός ήτο ο αχρειέστατος εξ όλων των κολάκων.