United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος; Ποιος την έρριξεν; έκραξεν ο Μάχτος περιβλέπων απειλητικώς. — Κανένα παιδί του δρόμου, είπεν ο ξένος, την έρριξε κ' έφυγε. — Α, αδελφή μου, είπεν ο Μάχτος, και υπό τον οίκτον ον εξέφραζεν η λέξις αύτη διέλαμπεν είδος τι χαράς. — Είνε αδελφή σου; είπεν ο ξένος. Αδελφή μου, απήντησεν ο Μάχτος. Σηκώσου, Αϊμά, να πάμε στο σπίτι. Σου πονεί πολύ;

Σηκώσου, πατέρα, ή θα φύγω. — Φύγε. Η Αϊμά μετέβη εις την θύραν, αλλ' αύτη ήτο κλειστή. Τότε ενεθυμήθη ότι είχε αυτή την κλείδα, και ερευνήσασα εις το ένδυμά της την εύρε. Προσήρμοσεν εις το κλείθρον την κλείδα, απώθησε τον μοχλόν. Ο μοχλός απεσύρθη και το κλείθρον ηνοίχθη. Αλλ' η θύρα έμενε κλειστή.

Θαυματουργοί φυσήσατε Πνοαί του Παραδείσου· Σηκώσου, ω Βύρων, τίναξον Μακρά από σε τον άωρον Μόρσιμον ύπνον. Ιδού της μουσοτρόφου Ευρώπης τα υπερέχοντα Έθνη ακόμα, προσμένουσιν, Ακόμα την φωνήν σου Επιθυμούσιν. Ιδού η Ελλάς σού ετοίμασεν Όχι τον χρυσόν κύκλον Τον τους κροτάφους φλέγοντα, Των αργών βασιλέων Ή των τυράννων·

Την ερχομένην ημέραν έρχεται η Μεδινά, και την ξυπνά λέγοντάς της, σηκώσου, αγαπημένη μου αδελφή, να διηγηθής την ιστορίαν που έταξες την απερασμένην ημέραν, διότι έχω πολλήν περιέργειαν διά να την ακούσω, επειδή και καταλαμβάνω ότι θέλει είναι πολλά ωραία. Η δε Χαλιμά σηκωθείσα, ευθύς άρχισε να την διηγηθή, καθώς θέλετε ακούσει. &Ιστορία του βασιλέως Βεδρεδήν Λώλου και του Βεζύρη του.&

Όλην την νύκτα εσυλλογιζόμην δι' αυτό, αλλά τέλος το ηύρα. — Και τι ηύρες αφέντη; τω είπεν ο Βράγγης. — Σηκώσου γρήγορα. — Είμαι όρθιος, αφέντη. — Ετοίμασε το άλογόν σου, παιδί μου. — Αλλά δεν έχω άλογον, είπε μετ' απορίας ο Βράγγης. — Δεν πειράζει, πηγαίνεις με τους πόδας σου. — Και με τας χείρας μου, αν ήτο τρόπος. — Να υπάγης γρήγορα να εύρης τον παλαιόν μου φίλον τον Λιμπέρην.

Η Αϊμά έδειξε την πληγήν της, ην συνέσφιγγε με την χείρα. — Ποίος σ' εκτύπησε; — Κάτι παιδιά, είπεν η Αϊμά. Ο παροδίτης απέσυρεν εκ του θυλακίου το μανδύλιόν του και έδεσε το τραύμα της κόρης. — Σηκώσου να πάμε εις το σπίτι σου, είπεν ο ελεήμων διαβάτης. Πού θέλεις να πάμε; Εγώ βαστώ το πανέρι σου με τα ρούχα.

Και τι ακούς; — Κάτι τρέχει. — Τι είνε; — Ο αφέντης εσηκώθη. — Και τι κάνει; — Δεν ξέρω. — Σηκώσου να ιδής. — Νυστάζω, μάννα. — Α, τεμπέλη. — Όλη μέρα δούλευα. — Δεν λαγκεύει η καρδιά σου; — Διά τι πράγμα; — Δι' αυτό που γίνεται. — Τι με μέλει; — Σηκώσου ν' ανάψης τον λύχνο. — Τι να τον κάμης τον λύχνο; — Διά να ιδούμε τι είνε. — Δεν 'μπορούμε να ιδούμε και δίχως λύχνο;

Ταύτα διανοηθείσα η Αϊμά, επειράθη να κατακλιθή εκ νέου και να σκεπασθή. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος την έσυρε βαναύσως από της χειρίδος του υποκαμίσου. — Σηκώσου, σου λένε, να πάμε. Πολύ, βλέπω, αγαπάς τον ύπνο. — Πού να πάμε: είπεν η Αϊμά. Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησεν, εξηκολούθησεν όμως να σύρη αυτήν τόσον σφοδρώς, ώστε έσχισε το ύφασμα, όπερ εκάλυπτε το σώμα της νέας.

Ο Πρωτόγυφτος ανωρθώθη, περιήλθε δις ή τρις περί τον βράχον, και είτα τη είπε·Σηκώσου να πάμε. Η Αϊμά υπήκουσε. Τότε ήρχισαν να οδοιπορώσι διά μέσου των δρυμώνων. Η Αϊμά δεν εγίνωσκε τας οδούς και ηγνόει προς ποίαν διεύθυνσιν έπρεπε να μεταβώσι, και πού έκειτο η Μονεμβασία. Τον ηκολούθει δε μηχανικώς.

Πλησίασε, μου λέγει εκείνη που με ωδηγούσεν, είσαι ακίνητος ωσάν ένα ξόανον· σύρε να προσφέρης τα λουλούδια της βασιλοπούλας. Εξύπνησα τότε από το θάμβος μου, και ερχόμενος εις τον εαυτόν μου, επλησίασα εις τον θρόνον, και αφού έβαλα το κανίστρι μου επάνω εις ένα σκαλίδι του θρόνου, έπεσα με το κεφάλι κατά γης, έως που η Ρετζία μου είπε· σηκώσου επάνω, διατί έχομεν επιθυμίαν να σε ιδούμεν.