United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις επάτησεν εις τα άγια χώματα, ο ορεινός απεμακρύνθη ολίγα βήματα, και στραφείς κατά τον αιγιαλόν, εστάθη μεταξύ ενός βράχου κ' ενός θάμνου, και προσβλέψας βλοσυρώς προς τον μπάρμπ’-Αλέξην, όστις απεμακρύνετο σιωπηλός από της ακτής, επρότεινε και τους δύο γρόνθους την φοράν ταύτην, σείων απειλητικώς την κεφαλήν και κράζων·Αχ! καραβά! Αχ! βρε καραβά! Αχ! μωρέ καραβά!

Αυτό θα ήταν το καλλίτερο, είπε θρασυδείλως ο Γύφτος. — Λοιπόν θέλεις με την βίαν; είπεν απειλητικώς ο άρχων. Ο Γύφτος δεν απήντησε. — Ποίον φόβον έχεις; Όταν εγώ σε βεβαιώ ότι ουδείς θα πάθη. Και πάλιν ο Γύφτος εσίγα. — Ουδείς θα πάθη, επανέλαβεν ο άρχων, ούτε συ ούτε ο οίκος σου. — Άμποτε, είπεν ο Γύφτος. — Ούτε ο οίκος σου ούτε η γυνή σου ούτε τα τέκνα σου.

Πού είναι αυτός, ο σκιάς; έκραξεν απειλητικώς ο χωροφύλαξ. Η Αμέρσα δεν απήντησεν.

Ποιος; Ποιος την έρριξεν; έκραξεν ο Μάχτος περιβλέπων απειλητικώς. — Κανένα παιδί του δρόμου, είπεν ο ξένος, την έρριξε κ' έφυγε. — Α, αδελφή μου, είπεν ο Μάχτος, και υπό τον οίκτον ον εξέφραζεν η λέξις αύτη διέλαμπεν είδος τι χαράς. — Είνε αδελφή σου; είπεν ο ξένος. Αδελφή μου, απήντησεν ο Μάχτος. Σηκώσου, Αϊμά, να πάμε στο σπίτι. Σου πονεί πολύ;

Από του θόλου εμόρφαζον απειλητικώς δύο κεφαλαί εκ λευκού λίθου, με μακρά μαύρα μουστάκια, κρατούσαι εκάστη εις το στόμα κρίκον, από τον οποίον έμελλε να κρεμασθή πολυέλαιος. Εις τα ξόανα εκείνα είχον προσθέσει, ως σκούφους, τας φωλεάς των αι χελιδόνες, εισερχόμεναι διά των ανοικτών φεγγιτών.

— Η ατιμία! ωλόλυξεν ο Θοδωράκης δεν ηξεύρεις τι λέγεις, . . . και κάμε μου την χάριν σε παρακαλώ . . . Είπε, και εβάδισεν απειλητικώς προς την Σοφίαν. Αλλ' η νεαρά γυνή, ωσεί μεταμορφωθείσα αίφνης, ωσεί στομωθείσα την ψυχήν διά των πικρών δακρύων άτινα έχυσαν τα όμματά της, ανέστη ορθία, και προσβλέπουσα τον σύζυγον αυτής ασκαρδαμυκτί, — Ναι! εφώνησεν, η ατιμία!

Προσβλέπει την Καρολίναν μειδειώσα, υψώνει απειλητικώς το δάκτυλο, και δύο φοράς στρεφομένη αναφωνεί το όνομα «Αλβέρτος» με σημαντικόν τόνον. Εν ενί λόγω εταράχθην, τα έχασα, και εισήλθα κατά λάθος μεταξύ άλλου ζεύγους, ώστε επήλθε μεγάλη σύγχυσις, και εχρειάσθη εκ μέρους της Καρολίνας όλη η παρουσία του πνεύματος και τράβηγμα απ' εδώ κι' απ' εκεί διά να επανέλθη γρήγορα η τάξις.

Ούτος δεν είδεν ούτε τον τοιχωρύχον, καθ' ου ωρύετο απειλητικώς ο Χόμο, ούτε το ίκριον, όπερ είχε πήξει, ουδ' ήκουσε τον κρότον της σφύρας του· ώστε οι φόβοι τούτου ήσαν υπερβολικοί. Και όμως δεν έχασε καιρόν, αλλ' επήδησεν εκ της σανίδος, εφ' ης επάτει, και ευρέθη εις το έδαφος μετά της σφύρας του. Απέσπασε τα τρία ξύλα, έβαλε τους λίθους εις τας θέσεις των, και ητοιμάζετο να φύγη.

Τον εύρισκε τουναντίον φοβερόν, συνωφρυωμένον, συνεσφιγμένας έχοντα απειλητικώς τας πυγμάς, τας νευρώδεις και ικανάς να καταβάλουν δράκοντα, συλλαμβάνοντα αυτήν εις τας αγκάλας του Μήτρου και απηλούντα να λάβη δίκην της προδοσίας της. Και ανεπήδα τότε έντρομος όλη, ζητούσα να προφυλαχθή που.

Επειδή δε ο νέος εθύμωσε διά το διφορούμενον εκείνο σκώμμα και του είπεν απειλητικώς, θα σου δείξω τώρα αμέσως τον άνδρα, ο Δημώναξ εγέλασε και ηρώτησεν• ώστε έχεις άνδρα; Είχεν εμπαίξη ένα αθλητήν Ολυμπιονίκην, ο οποίος παρουσιάσθη με ένδυμα χρωματιστόν, ο δε αθλητής τον εκτύπησε με πέτραν εις την κεφαλήν, και το αίμα ήρχισε να τρέχη.