United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν τέλειωσαν, η Ζωηδία σηκώθηκε και παίρνοντας την Αμινά από το χέρι, της είπε, «αδελφή μου, οι φίλοι μας θα μας συγχωρήσουν αν ξεχάσουμε την παρουσία τους και εκτελέσουμε το νυκτερινό μας καθήκον». Η Αμινά κατάλαβε το νόημα των λόγων της αδελφής της, και μάζεψε πιάτα, ποτήρια και μουσικά όργανα, ενώ η Σεραφεία σκούπισε την αίθουσα και τακτοποίησε.

Ανέβαινε ένα βουνό, διέσχιζε ένα βοσκοτόπι, αλλά φτάνοντας στην άκρη του να σου ένα άλλο βουνό, μια άλλη πεδιάδα και στο βάθος η θάλασσα. Τώρα όμως περπατούσε ήρεμος και το μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν το ότι δεν έφτανε στο τέρμα για να απαλλάξει από την παρουσία του σώματός του το σπίτι των κυράδων του.

'Στον τόπο του κοινού Καθαρτηρίου εμάλλωναν με πείσμα μια ημέρα μία ψυχή πτωχού και μια πλουσίου κι' ο κόσμος εχαλούσε εκεί πέρα. Και είπε η πτωχή εις την πλουσία: «Παράδεισο ποτέ σου μην ελπίσης, κι' αν έως την δευτέρα παρουσία εδώ 'στο Πουργατόριο σαπίσης,

Το δεσποτικόν δε του χαρακτήρος αυτής εξεφαίνετο τοσούτον προχείρως επί του προσώπου της, ώστε εκ πρώτης όψεως ενέπνεε δυσάρεστον αίσθημα η παρουσία αυτής. Η Αϊμά ησθάνετο ως κρίκον τινά πιέζοντα τα στήθη της επί τη παρουσία της γυναικός ταύτης. Ήτο δε η δευτέρα φορά καθ' ην την έβλεπε.

Άθεοι, απάτορες, ακοινώνητοι, ουδέποτε μεριμνώντες περί της επιούσης, αγνοούντες πόθεν έρχονται ή πού πορεύονται, εν τη αποκτηνώσει αυτών ασεβώς εναγκαλιζόμενοι αντί της συζύγου την θυγατέρα· οσάκις προσέρχονται είς τινα εκ των ημετέρων πόλεων συνήθως διαμένουσι σκηνίται εκτός του περιβόλου, ωσανεί συναισθανόμενοι την απέχθειαν ην αείποτε διεγείρει η παρουσία των, ή μη αποτολμώντες να ίδωσι κατά μέτωπον την κοινωνίαν ην εβασάνισαν.

Το δε σκότος είναι στέρησις της τοιαύτης καταστάσεως του διαφανούς, ώστε φανερόν είναι ότι και το φως είναι η παρουσία της καταστάσεως ταύτης. Είναι δε επιδεκτικόν να παράγη χρώμα το άχρουν και ήχον το άψοφον.

Η φοβερά πίεσις των πνευμόνων — η αποπνικτική οσμή της υγράς γης — η μεγάλη πίεσις της στενής διαμονήςτο σκότος της απολύτου νυκτός — η σιωπή οιονεί ομοία προς βυθιζομένην θάλασσαν — η άπρακτος αλλά ψηλαφητή παρουσία του επιτιθεμένου σκώληκοςόλα αυτά τα πράγματα, σχετιζόμενα με την ανάμνησιν του ελευθέρου αέρος και του χόρτου που βλαστάνει από επάνω μας, σχετιζόμενα και πάλιν με την ενθύμησιν των αγαπητών φίλων, που θα επετούσαν προς βοήθειάν μας εάν η τύχη μας ήτο γνωστή, σχετιζόμενα προς την συνείδησιν ότι την τύχην αυτήν δεν θα δυνηθούν να την γνωρίσουν και ότι η μόνη μας ελπίς είναι ο θάνατος, ο πραγματικός θάνατος αυτήν την φοράναι παρατηρήσεις αύται, λέγω, χύνουν εις την καρδίαν, η οποία αδιακόπως πάλλει, ένα τρόμον τόσον φρικώδη και ανυπόφορον, που ενώπιόν του η μάλλον ισχυρά φαντασία υποχωρεί.

Ο Πλήθων δεν ηθέλησε να ομιλήση εξ αρχής με την Αϊμάν απ' ευθείας, διότι κατά την συνάντησιν εκείνην, ην διηγήθημεν εν τω Α' μέρει του βιβλίου τούτου, ο φιλόσοφος είχεν εννοήσει ότι η Αϊμά δεν είχεν αποβάλει την ανάμνησιν της φρικώδους σκηνής, της εις τον καταρράκτην εκσφενδονίσεως, και έπασχεν είδος τρόμου επί παρουσία αυτού.

Η αμφιβολίες του, ο πόλεμος προς τον εαυτό του φαίνονται από ένα γραμματάκι, που είναι ίσως η αρχή γράμματος προς τον Γουλιέλμο, και που ευρέθηκε στα χαρτιά του χωρίς ημερομηνία: «Η παρουσία της, η τύχη της, το ενδιαφέρον της για τη δική μου τύχη τραβούν τα τελευταία δάκρυα από το αποξηραμένο μυαλό μου.

Την νέαν εκείνην μόλις είδα, μόλις ήκουσα την ασθενή φωνήν της, δεν γνωρίζω το όνομά της, αλλ' ούτε καν την πατρίδα της, επί ώρας μόνον τινάς η παρουσία της επεσκίασε την ψυχήν μου, και όμως ποτέ δεν την ελησμόνησα, ούτε ποτέ θα την λησμονήσω! Ήτο ξανθή, πολύ ξανθή. Εφαίνετο εκ πρώτης όψεως ότι ήτο γέννημα της Άρκτου.