United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρατιμονιά τότε ο μηχανικός κ' ευρέθηκε πάλι το καΐκι στα νερά του. — Έλα Ραφαλιά, ετοιμάσου· λέγει του πατέρα σου στα σοβαρά. Σε φέρνω σε βλισίδι. Αν δεν βγάλης και τόρα το δίχτυ γεμάτο, καλά θα κάμης να ταχτής καλόγηρος. Μη ντροπιάζεις άδικα τ' όνομά σου. Εκείνη την ώρα επέρασε δίπλα και η μηχανή του Καλέμη με τον δικό μου.

Λίγο ύστερ' αφού ο κ. Stevenson εδημοσίευσε την περίεργη ψυχολογική του ιστορία της μεταμορφώσεως, ένας φίλος μου, ο κ. Hyde, στο βορεινό Λονδίνο τότε, ανυπόμονος να φθάση σε κάποιο σιδηροδρομικό σταθμό, πήρε το πιο κοφτό κατά τη γνώμη του μονοπάτι, έχασε το δρόμο του κ' ευρέθηκε μέσα σ' ένα δίχτυ ελεεινών και ασχημόθωρων σοκακιών.

Σταθερές αρνήσεις και ολίγη λογική θα τον είχανε σώσει βέβαια. Δεν κατηγορήθηκε για ό,τι ελέχθη ότι κατηγορήθηκε, αλλά γιατί ευρέθηκε κάποιο γράμμα του προς τον φίλο του Alfred Douglas, που δεν είχε τίποτε παρεξηγήσιμο· η ομορφιά του ύφους του όμως γέννησε δυσπιστία στους δικαστάς. — Αυτός ήταν ο συνειθισμένος τρόπος, που έγραφες στον Alfred Douglas; τον ερώτησαν.

Στέκει, η Αλήθια καρτεράει, στην άκρα απορριμμένη, 55 Σε καταφρόνεσι πολλή, ψυχρή και παγομένη. Διαβαίνει ημέρα ολάκαιρη, κοντεύει να νυχτόση, Και δεν ευρέθηκε άθρωπος σε ταύτη να ζυγόση.

Εζήτησε να βάλη μισθωτόν καπετάνιο στη γολέτα και δεν εύρε κανένα. Όταν είδε πως παίρνει βοηθητικός καιρός και αποφάσισε να φύγη ευρέθηκε Τρίτη και ανάβαλε. Κινάει την Τετράδη να κατεβή στο γιαλό και πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν μια γίδα. Τι να κάμη; Γυρίζει πίσω.

Άπλωσε ο γέρο κλέφτης Κ' επήρε από τη ζώστρα του το φοβερό το χτένι, Το πέρασε δυο τρεις φοραίς, απώνα χέρι σ' άλλο, Με φόβο το ψηλάφισε, το κύτταξε ’ς τον ήλιο, Κ' ύστερα σαν να ευρέθηκε με μιας σε ξένον κόσμο Σαν να λησμόνησε με μιας σκοντάμματα και πάθη, Ένα προς ένα εδιάβαζε τα μυστικά σημάδια Και τα παιδιά ακουρμένονται.

ΤΡΙΝΚ. Ψέμματα, αμαθέστατο τέρας· εγώ έχω μούτρο να βάλω κάτου ένα χωροφύλακα· και τι, ψάρι βρώμιο, ευρέθηκε ποτέ άνθρωπος φοβιτσιάρης να πιη όσο ‘γώ σήμερα; Τολμάς και λες ψέμμα τόσο χοντρό και ολάκερο εσύ, που είσαι μισό ψάρι και μισό τέρας; ΚΑΛΙΜΠ. Ιδές! πώς μ' αναπαίζει! θα τον αφήσης, αφέντη μου; ΤΡΙΝΚ. «Αφέντη μου» λέει! Ένα τέρας νάναι έτσι κουτόμυαλο! ΚΑΛΙΜΠ. Να το, να το πάλι 'πίσω.

Επάτησε τέλος στη σκάλα, έκλεισαν καλά τον φεγγίτη και ο Πέτρος Ραφαλιάς αγνώριστος, ασούσουμος, ξένος από τον αέρα και τον κόσμο των ανθρώπων, άπλωσεν απάνω στα νερά σαν ν' άπλωνε στα βαμπάκια. Μια επάφλασεν η θάλασσα, βάραθρον άνοιξε και ο βουτηχτής ευρέθηκε μολύβι στον πάτο.

Ο θαλασσινός μάχεται με δυο στοιχεία φοβερά, μεγαλοδύναμα και ασώματα μαζί: τον αέρα και το νερό. Τι να τους κάμης; με τι να τα πολεμήσης; Μόνον με τις βλαστήμιες σου. Σε παρόμοια θέσι ευρέθηκε, νομίζω, και ο Ξέρξης όταν ηθέλησε ν' αλυσοδέση τον Ελλήσποντο. Οι βλαστήμιες είνε οι δικές μας αλυσίδες. Τόρα το ναυτόπουλο έφερε τρέμοντας τον Άγιο Νικόλα εμπρός στον καπετάνιο.

Θεός να φυλάγη τον κόσμο από την κακή την ώρα! Ποιος ηξεύρει πόσαις ώραις επάλαιψε με τον θάνατο! Μα βλέπεις δεν ήτανε γραφτό του. Το άλογο ευρέθηκε σκοτωμένο, κ' εκείνος εγλύτωσε. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Κ' έτσι που εγλύτωσε, πάλε δόξα σοι ο Θεός! Τρεις ημέραις δεν ήξευρε πού ήτανε. Σαν ήλθε κομμάτι στον εαυτό του, εκατάλαβε πως ευρίσκεται σ' ένα μύλο.