United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άδικα με μαλλώνεις· με λυπάσαι που πονώ και μου λες πως εγώ φταίω, πως δεν έπρεπε να φύγω, πως είταν πιο φρόνιμο να την πάρω γυναίκα. Ξέρω γιατί μου μιλείς έτσι· στα χάλια που βρίσκουμαι, μέσα στην ασάλεφτη θλίψη που με πλακώνει, στοχάζεσαι και συ πως ότι κι αν είταν, πιο δυστυχισμένος, πιο κακορρίζικος δε θα είμουν παρά τώρα.

Είτε κατά την αγοράν των αρνίων, είτε κατά την περιοδείαν των εις τα οινοπωλεία, οι φίλοι μεταξύ των άλλων θα ομιλήσουν και περί αυτού· θα το μάθη ο Νάσος και η Μπήλιω και τότε δεν ήτο να μείνη πλέον εκεί μεταξύ των. — Γρήγορα θα φύγω κ' εδώθε· εσκέφθη μετά πικρίας. Και με αυτήν την σκέψιν δεν ηδύνατο να ησυχάση καθ' όλην την ημέραν.

Και τις ανάγκη να μακρολογώμεν; και περί των δύο αρκετά έχομεν είπει· και έτσι λοιπόν ο λόγος, αφού είναι πρέπον να λάβη τέλος, τούτο θα πάθη· κ' εγώ τον ποταμόν τούτον θα διαβώ και θα φύγω, πριν αναγκασθώ από σε να σου κάμω καμμίαν άλλην μεγαλυτέραν χάριν.

Σ' εμένα πρέπει μια θηλειά και βούνευρον και κνούτον θέλω να φύγω απ' εδώ, από τον κόσμον τούτον, κι' εις αστρογείτονα βουνά μονάχος να πετώ, 'στάς Άλπεις, 'στά Ουράλια, και 'στόν Λυκαβητό.

Δε θα ξανακούσω πάλε τη λαλιά της; Αγριέβουμαι μέσα στη μοναξιά. Να την πάλε που βγήκε, που πήγε απάνω στο Σταβροδρόμι, που μ' αφίνει. Λέλα μου, Λέλα, είναι μια γλύκα τόνομά σου. Πότε θα σ' αρπάξω να φύγω, να πάμε μακριά οι δυο μας μαζί; Να ξαπλώση από πάνω μας o ουρανός τη γαλανή του τη φορεσιά.

Όποιος έχει ολίγον νουν, κι αν τον έχη, όταν πέφτη η βροχή κι ο αέρας μπουμπουνά, πρέπειτην κακή του Μοίρα με υπομονήν ν' αντέχη, επειδή χωρίς βροχή ούτε 'μέρα δεν περνά. ΛΗΡ Καλά το είπες, ω τρελλέ. — Οδήγειτην καλύβα. ΓΕΛΩΤ. Ας ειπώ πριν φύγω μίαν προφητείαν.

Αποκρίθηκα: «Όχι, γιατί πρέπει να πάω στο Φανάρι σήμερα, και αύριο θα δω τα κάστρα και τους τοίχους, και μεθαύριο θα φύγω». Τότε γύρισε να φύγει· έπεφτε πολύ φως επάνω της, και ήταν λιγνή και κατάχλωμη, το δέρμα της είχε χάσει τη δροσεράδα του, και είπε · «Τότε... χαίρε....» και πέρασε.

Μπορούσα να φύγω εγώ και να γυρίσω 'ςτού Τρίκκα μοναχός μου. Μα τότε τι θα γενότουν το δόλιο μουλάρι. Ξάφνου φωτάει μια ιδέα το σκοτεινιασμένο λογισμό μου, παρόμοια με την αστραπή που φώταε ολόγυρά μου τη σκοτεινιασμένη πλάση. Σπρώχνω μ' όλο το ζόρι μου και ρίχνω τη μούλα καταγής δίπλα, απάνου 'ςτό πεσμένο σαμάρι της.

ΜΑΚΔΩΦ Να κυβερνάς; — Ούτε να ζης! — Πατρίς δυστυχισμένη, με τύραννον παράνομοντο αίμα θρονιασμένον, πότε, ω! πότε θα ιδής καλάς ημέρας πάλιν, αφού αυτός, του θρόνου σου το γνήσιον βλαστάρι, τον εαυτόν του μόνος του τον αναθεματίζει και βλασφημεί το γένος του και την καταγωγήν του! — Ο Δώγκαν, ο πατέρας σου, αγίασετον θρόνον, κ' η μάννα που σ' εγέννησε, εις όλην την ζωήν της συχνότερατα γόνατα παράτα πόδια ήτον και καθ' ημέραν κι' ώραν της απέθνησκε ! — Θα φύγω!

Είταν πίσω το περιβόλι, κ' έρχουνταν η Λέλα σαν τον ήλιο κι ανέβαινε τα σκαλοπάτια του σπιτιού. Ποιος, ποιος να μην τη λατρέψη: Άμα φάνηκε, της έδωσα τη ζωή μου. Να της το πω, να την πάρω, να την αρπάξω, να φύγω, να την έχω γυναίκα μου, δική μου, να είναι δική μου όλη μέρα. Την κοίταζα και της φώναζε μέσα μου η ψυχή μου· Εσύ είσαι η μόνη που θαγαπήσω. Η μόνη! η μόνη! ακούς!