United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μάννα μου μ' έντυνε, κ' εγώ άκουγα ταγριεμένο το Κόλι. Άξαφνα, — Νταγκ! Χτυπάει και το σήμαντρο! Ανάσανε η ψυχή μου! Να που ζούσε και κάποιος άλλος στον κόσμο έξω από το Κόλι! Ο γέρος ο Παπά Νικοδήμος, που μας προσκαλούσε να πάμε να προσκυνήσουμε το Χριστό που γεννιέται. Πήραμε το φανάρι, και βγήκαμε. Στον ουρανό λαμπρή ξαστεριά· κάτω στη γης, σκοτάδι βαθύ.

Σκούπισε τα δάκρυά του με την απαλάμη και, σα μεθυσμένος απ' το μεράκι του, σήκωσε πάλι μια φωνή γλυκειά και κρουσταλλένια: «Ωχ! Αγγελικούλα μουΌλοι κλαίγανε τώρα. Γιατί κλαίγανε κι' αυτοί δεν το ξέρανε. Το μεγάλο τετράγωνο φανάρι είχε σβύσει ανάμεσα στα κλαδιά.

Η σκούνα μας τα γύρισε και το πράσινο φανάρι σταμάτησε μπροστά μας, ένα θηρίο, ένα θεοπάπουρο! Ποιος φώναξε: — την καμπάνα; — Κανείς από μας δεν φώναξε. Πώς χτύπησεν η καμπάνα; Κανείς από μας δεν χτύπησεν. Ο μάγειρός μας, ένας που έκαμε σε μοναστήρια, έλεγε πως είδεν ένα γεροντάκι ζωηρό με άσπρα γένεια στρογγυλά σαν τον Άη-Νικόλα, που εχτύπησε μονάχος του την καμπάνα.

Και ωθών εγώ τον Φαφάναν μαζύ με τάλλα παιδιά, τον έπρωξα έξω εις τον νάρθηκα, οπού ευρέθη χωρίς σχεδόν να θέλη, σαστίσας από την απειρίαν του και την φυσικήν του δειλίαν. Ο νάρθηξ ήτο σκοτεινός. Ένεκα του ψύχους κανείς δεν εστέκετο εκεί. Ο δε κυρ-Γυαλάκιας ο επίτροπος, από την φιλαργυρίαν του είχε σβύσει το φανάρι οπού εκρέμετο εις το μέσον.

Μέσ' απ' τις κλειστές πόρτες του μαγαζιού, πίσω στο μικρό περιβολάκι, κάτω απ' τη φουντωτή λεύκα, τρεις χαροκόποι κι' ο παραγυιός του Πέτρου κάνανε την &παρηγοριά&. Ήτανε η τακτική παρέα του μακαρίτη. Μονάχα γι' αυτούς άνοιξε σήμερα η κάνουλα κι' άναψε το τετράγωνο φανάρι, κρεμασμένο από ένα κλαδί της λεύκας. Το σκαμνί του Πέτρου μονάχα ήτανε αδειανό απόψε κ' ένα ποτήρι γεμάτο στη θέσι του.

Ο εκκλησιάρης πήρε το φανάρι και τράβηξε μπροστά. Πίσω ο παπάς. Όταν φθάσανε στο σπίτι, ο γέρος ψυχομαχούσε. Πνιγμένες φωνές και κλάματα πετούσαν ολόγυρά του. Ο Παπα-Παρθένης εζύγωσε με φόβο. Το δισκοπότηρο έτρεμε στα χέρια του· μια στιγμή φοβήθηκε να μη το χύση. Αλλοίμονό του. Ο γέρος ήτανε πεσμένος σε βύθος, ανάσαινε βαρειά, ένα ρουχαλητό πνιγμένο γέμιζε την κάμαρη.

Κρύψου, Τύχη, αισχρή γυναίκα! και, Θεοί, σεις όλοι αντάμα πάρτε αυτής την εξουσίαν, και τ' αδράχτια του τροχού της σπάστε ομού και το στεφάνι, και από τ' ουρανού την άκρην τ' ολοστρόγγυλο φανάρι εις τα Τάρταρα κυλήστε κει 'πού κλειούνται οι κολασμένοι. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τούτο είναι πολύ μακρύ.

Όχι, επέμενε το άλλο το οποίον εκράτει το φανάριον. Το είδα εγώ που ήταν εικοσιπενταράκι. Δεν με γελάς. — Όχι, μα την Παναγίδα, βρε Νάσο. Μια πεντάρα σου λέω. — Μ' αφήνεις να σε ψάξω; — Θα σ' πέση το φανάρι. Διά μιας ο Νάσος άφησε το φανάρι κατά γης και ητοιμάζετο να ψάξη τον Αγγελήν. Αλλά την τελευταίαν φοράν ο Νάσος είχεν υποπτευθή τον Αγγελήν.

Ο Φαναριώτης έμεινε σύννους, είτα είπε: — Πώς τον Δίγαμον;.. Η νύφη είνε παρθένος, κ' έρχεται εις πρώτον γάμον. Τον αρραβώνα θα διαβάσης και το στεφάνωμα. — Δεν ξέρω τι γίνεται στο Φανάρι. Τον Δίγαμον θα διαβάσω, επέμενεν ο ιερεύς. Ο γραμματεύς του Παπά υπεχώρησεν. — Ας είνε. — Διάβασε τον Δίγαμον. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και ήρχισεν. Αντήλλαξε τα δακτυλίδια.

Ο Κουμπής απώθησε τα στέφανα επί της τραπέζης, κάτω της Αγίας εικόνος, έκαμεν ένα σταυρόν, κ' έδωκε την χείρα εις την Λελούδαν. — Έλα, αγάπη μου. Η κόρη εσηκώθη μηχανικώς. Ούτε ήθελεν, ούτε ηδύνατο ν' αντισταθή. Εστάθη εκείνος δεξιά, και αύτη αριστερά, αντικρύ της εικόνος. — Τώρα θα μας κάμης πατριαρχικόν γάμον, δέσποτα, όπως συνηθίζουμ' εμείς στο Φανάρι.