United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ερώτα τους μελλονύμφους, αν θέλουν να παρθούν αμοιβαίως. Ο Παπάς έντρομος, έμεινεν αδρανής. — Άκουσες, Παπά; επανέλαβεν ο γραμματεύς του ναυάρχου. — Εγώ δι' αγιασμόν ήρθα, εψέλλισεν ο ιερεύς. Δεν ήξερα πως ήτον γάμος, να πάρω το Βαγγέλιο και το θυμιατό, να πάρω και το φελόνι μου. — Θυμιατό έχουμ' εδώ, είπεν ο Φαναριώτης. Κ' ένα τετραβάγγελο μού βρίσκεται.

Σου είπα, δέσποτα, είπεν ο Φαναριώτης. Ξέχασες να ερωτήσης τους μελλονύμφους, αν θέλουν να παρθούν. Ο Παπάς εστράφη προς το ζεύγος και ηρώτησε μηχανικώς: — Θέλεις, Κουμπή, διά γυναίκα σου την Λελούδαν; — Την θέλω. — Θέλεις, Λελούδα, τον Κουμπήν;... Η Λελούδα δεν έσεισε την κεφαλήν. Έμεινε ακίνητος, κάτω νεύουσα, με απλήν και περισσήν σεμνότητα.

Δεν επήρες τo τετραβάγγελο, Παπά, που σου είπα; ηρώτησεν ο Κουμπής. Ο Πάπας έμεινεν άφωνος. Ο γραμματεύς επανέλαβε. — Δεν πειράζει. Έχω τετραβάγγελο. Ήναψαν κηρία, ευρισκόμενα εκεί υπό το εικονοστάσιον. Ο Φαναριώτης εστάθη όπισθεν του ζεύγους. Ο Παπάς ήνοιξε μηχανικώς το μικρόν ευχολόγιον, ή αγιασματάριον, που εκράτει, και ήρχισε να διαβάζη με ψίθυρον φωνήν τας ευχάς της ανομβρίας.

Πριν συμπληρώση την πρώτην ευχήν, ο Φαναριώτης ενόησε καλά, κ' επεμβήκε. — Δεν είχομεν ανομβρίαν, δόξα τω Θεώ, φέτος, Παπά μου, έκαμε τόσες βροχές. Λάθος έκαμες. Ευρέ την ακολουθίαν του γάμου. Ο ιερεύς έστρεψεν ολίγα φύλλα του βιβλίου, εδίστασεν. έβηξε και πάλιν ήρχισε να μορμουρίζη με ταπεινοτέραν ακόμη φωνήν. Ανεγίνωσκεν αυτήν την φοράν την Ακολουθίαν εις ψυχορραγούντας.

Ο Φαναριώτης έμεινε σύννους, είτα είπε: — Πώς τον Δίγαμον;.. Η νύφη είνε παρθένος, κ' έρχεται εις πρώτον γάμον. Τον αρραβώνα θα διαβάσης και το στεφάνωμα. — Δεν ξέρω τι γίνεται στο Φανάρι. Τον Δίγαμον θα διαβάσω, επέμενεν ο ιερεύς. Ο γραμματεύς του Παπά υπεχώρησεν. — Ας είνε. — Διάβασε τον Δίγαμον. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και ήρχισεν. Αντήλλαξε τα δακτυλίδια.

Μετά το λουκούμι και την μαστίχαν τα προσενεχθέντα εις τους επισκέπτας, εξ ων η Λελούδα δεν ημπόρεσε να γευθή τι, ο Φαναριώτης έβηξε, κ' έλαβε τον λόγον. — Λοιπόν, παπά μου, αν αγαπάς τώρα, φόρεσε το πετραχήλι, κι' άνοιξε το βιβλίο σου. Ο ιερεύς υπήκουσε μηχανικώς. Την στιγμήν εκείνην κατήλθε την σκάλαν της καμπίνας είς ναύτης, όστις ήτο εκ των κωπηλατών της βάρκας.

Ο Φαναριώτης εφάνη και ωδήγησε τους επισκέπτας κάτω εις τον ίδιόν του θάλαμον. Εκεί το πρώτον όπου είδεν η Λελούδα, άμα ήρχισε να συνέρχεται βαθμηδόν εις τας αισθήσεις της, ήτο μία εικών φέρουσα την Παναγίαν με τον Χριστόν βρέφος, και υποκάτω τον Αγιον Νικόλαον, ιεράρχην με πολιά στρογγύλα γένεια, κρατούντα Ευαγγέλιον κ' ευλογούντα.

Ο γραμματεύς του Καπετάν Πασά ήτο και αυτός Φαναριώτης, περιπεσών εις δυσμένειαν, εκ της οικογενείας του Μ. Ο ναύαρχος Αχμέτης ήτο εύνους προς αυτόν, τον υποχρέωσε ν' αλλάξη όνομα, και τον έλαβεν ως γραμματέα του επί της φεργάδας. Ο γραικός ήτο αφωσιωμένος εις τον αφέντην του, ως εικός.