United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ω δυστυχία μου, με μισεί ενώ τον αγαπώ και με αποδιώκει ενώ του είμαι αφωσιωμένος• με αδικεί ενώ τον ευεργετώ και ενώ τον εγκολπούμαι με αποκηρύττει, τους δε φιλόπαιδας νόμους ως μισόπαιδας μεταχειρίζεται εναντίον μου. Τι πόλεμος είνε αυτός τον οποίον εγείρεις, πάτερ μου, μεταξύ των νόμων και της φύσεως;

Ο Νίκος ήτο κατά δύο μόλις έτη πρεσβύτερός μου, ώστε δεν υπηγόρευσεν εις την μητέρα μου την εκλογήν το ώριμον της ηλικίας του. Είμεθα νέοι και οι δύο, βεβαίως δε σέβας δεν μου ενέπνεεν ο Νίκος. Το προτέρημά του ήτο ότι, συγγενής αφωσιωμένος, εθυσιάζετο κατά γράμμα χάριν όσων ηγάπα.

Ο γραμματεύς του Καπετάν Πασά ήτο και αυτός Φαναριώτης, περιπεσών εις δυσμένειαν, εκ της οικογενείας του Μ. Ο ναύαρχος Αχμέτης ήτο εύνους προς αυτόν, τον υποχρέωσε ν' αλλάξη όνομα, και τον έλαβεν ως γραμματέα του επί της φεργάδας. Ο γραικός ήτο αφωσιωμένος εις τον αφέντην του, ως εικός.

Παρετήρησε προσέτι, ότι η Λίγεια είχε γίνει ισχνή. Ησθάνετο ότι δι' αυτήν θα εθυσίαζεν όλας τας γυναίκας και την Ρώμην ολόκληρον. Θα έμενεν αφωσιωμένος εις την θέαν εκείνην. Αλλ' ο Χίλων τον έσυρεν από το κράσπεδον του μανδύου του εκ φόβου μήπως υποπέση είς τινα απερισκεψίαν. Εν τοσούτω οι χριστιανοί είχον αρχίσει να προσεύχονται και να ψάλλωσιν.

Αφωσιωμένος τότε εις τας μελέτας μου, ηρκούμην εις μόνον το γλυκύ της όνομα, όπως αναπλάσω εν τη φαντασία μου την μορφήν της· και τώρα δε, ενώ χαράσσω τας γραμμάς ταύτας, ενθυμούμαι αμυδρώς, ότι ουδέποτε είχον μάθει το πατρικόν της όνομα, αλλ' ουδέ καν ενθυμούμαι αν αυτό συνέβη εξ ιδιοτροπίας της Λιγείας μου ή εξ εμού, προς ένδειξιν αφοσιώσεως.

Όταν ανέβησαν επάνω εις την κορυφογραμμήν, από της οποίας εφαίνοντο εξ ενός η κώμη κ' εξ άλλου η Κεχρεά, διέταξεν οι μεν δύο γέροντες ως πρόσκοποι να βαδίζωσιν από των κορυφών, προσέχοντες προς το αντίθετον μέρος, ο δε Θανάσης, ο έχων το χρυσίον, ο αφωσιωμένος του σύντροφος, να καταβαίνη από του ομαλού διά της μεγάλης οδού και του ρεύματος. Ο αρχιληστής θα τον ηκολούθει.

Ναι, έχω ένα, απήντησεν ο Βινίκιος. Εις τα όρη, παρά την Καριόλαν, έχω ένα άνθρωπον ασφαλή, όστις με εβάστασεν εις τους βραχίονάς του όταν ήμην παιδίον, και όστις μου είναι πάντοτε αφωσιωμένος. Ο Πετρώνιος του έτεινε τας πινακίδας. — Γράψε του να έλθη αύριον. Θα στείλω αμέσως ταχυδρόμον, είπε, και απήλθε μετά του Ναζαρίου.

Είναι τόσον πολύτιμα τα αγριολάχανα του θαυμασίου εκείνου βράχου, ώστε ποτέ δεν αγοράζονται αντί οσουδήποτε ποσού χρημάτων . . . Μόνον πληρώνονται ή με αγάπην και με φιλίαν, ή ενίοτε με κεράσματα, εις τον αφωσιωμένον κουμπάρον μας, τον Τζενεγόν, ή κάποτε και με ψήφους, όταν επίκεινται εκλογαί, επειδή ο κουμπάρος Τζενεγός είναι λίαν βαθέως αφωσιωμένος εις τους φίλους του, και τότε μόνον θα σε φιλέψη «λάχανα θαλασσινά», όταν είναι βέβαιος ότι θα δώσης ψήφον εις το «κόμμα μας».

Έκλεισε την πόρτα σιγά και γύρισε στο δωμάτιό του· έπεσε, παρά κάθισε στο γραφείο του, έβαλε το κεφάλι στα χέρια και μπήκε σε συλλόηση. Τις άλλες μέρες που ήταν αφωσιωμένος με τη συντροφιά των σοφών και τις ανασκαφές δε λογάριασε καθόλου την απουσία της μάννας του. Γυναικεία πείσματα, είπε, θα περάσουν. Τώρα όμως που δεν είχε σε ποιόν να μεταδώση τη χαρά του ανησύχησε. Ήταν αλήθεια το λοιπόν!

Δύο ημέρας βραδύτερον, ο νεαρός Νέρβας, όστις ήτο αφωσιωμένος εις τον Πετρώνιον, έστειλε προς αυτόν δι' ενός απελευθέρου τας τελευταίας ειδήσεις της αυλής του Καίσαρος. Ο όλεθρος του Πετρωνίου ήτο αποφασισμένος. Κατά την εσπέραν της επιούσης, είς εκατόνταρχος έμελλε να τω μεταβιβάση την διαταγήν να μη καταλίπη την Κύμην, και να περιμένη εκεί τας διαταγάς, τας οποίας ύστερον θα τω διεβίβαζον.