United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτον, ότι ο άκακος ενθουσιασμός της χαρμοσύνου υποδοχής μεθ' ου ο Χριστός και οι λόγοι Του και τα έργα Του εγίνοντο το πρώτον δεκτά ανά τα βόρεια της Γαλιλαίας, βαθμηδόν, αλλ' εν βραχεί χρόνω, υπεχώρησεν εις υποψίαν, αποστροφήν, ως και έχθραν εκ μέρους μεγάλων και ισχυρών του λαού μερίδων.

Εκ των παρόντων άλλοι μεν ησθάνοντο εντροπήν, άλλοι δε εγέλων, έως ου ο Αλκιδάμας απέκαμε να κτυπάται υπό του ανθρωπίσκου, ο οποίος ήτο γυμνασμένος εις την πυγμαχίαν και υπεχώρησεν ηττημένος. Γέλοια ακράτητα υπεδέχθησαν την έκβασιν της μάχης.

Και η μεν βασίλισσα υπεχώρησεν, ως είχεν υποσχεθή· ο δε Κύρος ενεπιστεύθη τον Κροίσον εις τον υιόν του Καμβύσην, τον οποίον ανεκήρυξε διάδοχον του θρόνου, και τω παρήγγειλε θερμώς να τον τιμά και να τον περιποιέται, εάν η κατά των Μασσαγετών επιχείρησις δεν ήθελεν ευδοκιμήσει. Αφού δε έδωκε τας διαταγάς ταύτας και απέστειλεν αυτούς εις την Περσίαν, διέβη τον ποταμόν αυτός και ο στρατός αυτού.

Αλλά κρατηθείς ανέλαβε το μαχαίρι και εξηκολούθησε την προσπάθειάν του, ήτις τώρα δεν εβράδυνεν. Ο μάνδαλος υπεχώρησεν εντελώς, υπεχώρησε δε εις ελαφράν ώθησιν και η θύρα και μόνον μικρόν στεναγμόν αφήκαν οι στρόφιγγες. Ο Μανώλης έσκυψεν εις το ημιάνοιγμα της θύρας, αλλά δεν ήκουσε κανένα θόρυβον. Η χήρα και η κόρη της δεν είχαν εξυπνήση.

Ο Μανώλης υπεχώρησεν από την δευτέραν έφοδον με δύο αντίθετα αισθήματα· με υπερηφάνειαν εφήβου όστις πρώτην φοράν ανεκάλυπτεν εις το θάρρος του τον άνδρα, και με ταπείνωσιν ανδρός όστις ήκουε να τον υβρίζουν και να τον προκαλούν, χωρίς να δύναται να κλείση το στόμα του υβριστού.

Κατά την επανάστασιν του 1769 ανέλαβεν ούτος την αρχηγίαν πάντων των εν τη δυτική Ελλάδι αρματωλών και εξεστράτευσε κατά του Βραχωρίου, αλλ' αποτυχών υπεχώρησεν εις άγιον Ηλίαν του Αγγελοκάστρου ένθα και υπέμεινε τους επελθόντας πολυαρίθμους εχθρούς προς ους και συνεπλάκη.

Και ο οίκτος, όστις θα τον εκλόνιζεν ίσως την στιγμήν εκείνην, εις την θέαν του γυναικείου εκείνου συντρίμματος, το οποίον απετέλει άλλοτε μέρος της υπάρξεώς του αναπόσπαστον, υπεχώρησεν εις μίαν οργήν υπόκωφον, ήτις ηπείλει να εκραγή ακράτητος, θυελλώδης . . . Αδύνατον να φαντασθή τις τι θα συνέβαινε, αν ασθενής τις ακτίς, αν λείψανόν τι λογικού δεν τον συνεκράτει . . .

Ο Φαναριώτης έμεινε σύννους, είτα είπε: — Πώς τον Δίγαμον;.. Η νύφη είνε παρθένος, κ' έρχεται εις πρώτον γάμον. Τον αρραβώνα θα διαβάσης και το στεφάνωμα. — Δεν ξέρω τι γίνεται στο Φανάρι. Τον Δίγαμον θα διαβάσω, επέμενεν ο ιερεύς. Ο γραμματεύς του Παπά υπεχώρησεν. — Ας είνε. — Διάβασε τον Δίγαμον. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και ήρχισεν. Αντήλλαξε τα δακτυλίδια.

Το επίχαρι εκείνο και θέλγον φάσμα ήλλαξε μορφήν και μετέβαλεν όψιν· ουδ' είνε πλέον εγγύς ημών, υπό τους δακτύλους μας αυτούς, ως επλανώμεθα πιστεύοντες προ μικρού. Απεμακρύνθη, υπεχώρησεν εις τα βάθη του ορίζοντος, αλλά φέγγει πάντοτε, και προσμειδιά και μας καλεί. Είνε πάντοτε η ευτυχία!

Αλλ' ο Βιτέλλιος έρριψεν έν βλέμμα εις τον Αντίπαν, ο οποίος επανέλαβε παρευθύς το πρόσταγμά του. Τότε ο Ιωακείμ εστήριξε τας δυο του χείρας επί της θύρας η οποία υπεχώρησεν εντός των τοίχων. Πνοή ανέμου θερμού εφύσησεν από τα σκότη. Στενός διάδρομος σχηματίζων καμπύλην έφερε προς τα κάτω. Επροχώρησαν και έφθασαν εις το κατώφλιον ενός σπηλαίου πολύ ευρυχωροτέρου από τα άλλα υπόγεια.