United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ άμα τον είδα, που τα έχασε: θάρρος, του είπα, Κλεινία, και απάντησε χωρίς συστολήν ό,τι σου φαίνεται το ορθότερον· ίσως απ' αυτό να βγη ανυπολόγιστος ωφέλεια για σένα. Εν τω μεταξύ όμως ο Διονυσόδωρος έσκυψεν ολίγον και μου είπε εις το αυτί, ενώ ολόκληρον το πρόσωπον του εμειδία: — Και μολαταύτα σου προλέγω, Σωκράτη, πως ό,τι και να απαντήση ο νέος θα πέση έξω.

Αλλά κρατηθείς ανέλαβε το μαχαίρι και εξηκολούθησε την προσπάθειάν του, ήτις τώρα δεν εβράδυνεν. Ο μάνδαλος υπεχώρησεν εντελώς, υπεχώρησε δε εις ελαφράν ώθησιν και η θύρα και μόνον μικρόν στεναγμόν αφήκαν οι στρόφιγγες. Ο Μανώλης έσκυψεν εις το ημιάνοιγμα της θύρας, αλλά δεν ήκουσε κανένα θόρυβον. Η χήρα και η κόρη της δεν είχαν εξυπνήση.

Η Πηγή εσταύρωσε τους δακτύλους της και προτείνουσα τον σταυρόν προς τον Μανώλην του είπε: — Φίλησ' εκέ! Ο Μανώλης έσκυψεν, αλλ' από του σταυρού το φίλημα μετεπήδησεν εις το μάγουλον. Η Πηγή προσεπάθησε να τον απωθήση, αλλ' ο Μανώλης ήτο πλέον ακράτητος. — Πηγιό μου, εψιθύριζεν, εγώ εσέν' αγαπώ κιόχι άλλη. Και οι δυνατοί του βραχίονες την περιέσφιγγον, ενώ τα χείλη του ανεζήτουν το στόμα της.

Άκουσε, Μανώλη, είπε μετά το δείπνον ο Σαϊτονικολής προς τον υιόν του· απόψε 'μίλησα με το Θωμά στη στράτα, κεσυβάσθηκε να σου δώση το Πηγιό. Για πε μου θες και συ να σε παντρέψωμε; Ο Μανώλης όχι μόνον δεν απήντησεν, αλλά και έσκυψε την κεφαλήν τόσον, ώστε να μη φανή η χαρά, ήτις εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Δε μιλείς; του είπεν εκ νέου ο Σαϊτονικολής. Ο Μανώλης έσκυψεν ακόμα περισσότερον.

Καθώς έσκυψεν η παιδίσκη, εστηρίχθη όλη, με το βάρος του σώματος επί της αριστεράς χειρός, επάνω εις αυτήν την σανίδα, εγλίστρησεν, η σανίς ενέδωκεν, εξεκόλλησεν από την μίαν άκραν, και η Ξενούλα έπεσε κατακέφαλα μέσα εις το χάσκον στόμα του φρέατος. Ηκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, και είτα μέγας πλαταγισμός εις το ύδωρ.

Φύγε απ' ομπρός μου! είπεν η Μαργή ωχριάσασα και οπισθοδρομούσα. — Πε μου «ώρα καλή» να σ' αφήσω να περάσης. — Φύγε, λέω, να μη με κριματίσης κ' έρχομαι απού το ξαγόρεμμα, επανέλαβεν η κόρη με ταραχήν μεγαλειτέραν. Ο Πατούχας έσκυψεν εις τρόπον ώστε η φλογερά πνοή του ερρίπισε το πρόσωπον της κόρης. — Κ' είπες το του παπά πως σ' αγαπώ; εψιθύρισε.