United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και με κοιτάζει με φλογισμένες ματιές. Είμουν ακόμα πιο μπόσικος απ' ό,τι θάρρεψα! Ολότελα σάστισα τώρα. Την έβλεπα, και δεν ήξερα τι να της πω. — Πιστεύεις τις Ατσιγγάνες; με ρωτάει πρι να της μιλήσω. Ήρθε μια στην πόρτα μας σήμερα, και την έβαλα να μου πη τη μοίρα μου.

Αν είμαι νευρικός ακόμα, αν δε σε κρατώ μαζή μου, αν σου φάνηκα, τόσο κακός, είναι γιατί από στιγμή σε στιγμή περιμένω την κόρη μου. Λέλα, καλή μου Λέλα, αν ήξερες .. . ΛΕΛΑΠριν έρθω εδώ επάνω, μάθε το Τάσσο, ήξερα πως η Δώρα δεν είναι μαζή σου. Την είδα, μου τη δείξανε μέσα στη βάρκα. Η βάρκα ήρθε κοντά στη ξηρά και πάλι μάκρυνε προς το πέλαγος. Βρήκα τη στιγμή για νάρθω επάνω.

Γι' αυτό ο μικρός αδερφός έπρεπε να περιμένη ως τα σήμερα το βιβλίο του. Τώρα και γω είμαι άλλος κι όλα γύρω μου είναι νέα. Ο μικρός βέβαια δεν ήξερε τι μου ζητούσε, όπως και γω δεν ήξερα τι υποσχέθηκα. Όμως ακούω μια φωνή, που με βιάζει να κρατήσω την υπόσχεσή μου. Ολάκερο το βιβλίο αυτό είναι βιβλίο του θανάτου κι όμως μου φαίνεται πως μιλεί περσότερο για ευτυχία παρά για δυστυχία.

Το δαχτυλίδι θα πάη στην εικόνα, που μου παράγγειλε. Ο Ρήγας του Μαθιού τον κύτταξε τώρα στα μάτια σα χαζός. — Τώξερες λοιπόν, θεοσκοτωμένε; — Δεν ήξερα τίποτε, που να ξεραθώ! Εκείνο το βράδυ τον αντάμωσα που τραβούσε κατά το μώλο. «Άκου, συμπέθερε! μου λέει Πάρε τούτο το δαχτυλίδι. Εμένα τα δάχτυλά μου φυράνανε κ' εκεί που ψαρεύω με παίρνει καμμιά φορά ο ύπνος και θα μου πέση στο γιαλό.

Μα μου είπε και μια ελπίδα, Μου είπε πως θε ν' αναστηθή η έρμη μας Πατρίδα· Μου είπε πώς πάλι θα να ιδή μέσ' 'ς την Αγιά-Σοφιά της 'Τον Κωνσταντίνο με χρυσή κορώνα, βασιληά της. Ως τότε δεν τον ήξερα εγώ τον Τούρκο, αλήθεια.

Αυτό το φοβερό θέαμα μου έφερε λιποθυμία, αλλά προς ξάφνιασμά μου, ο θείος μου δεν έδειξε έκπληξη αλλά μάλλον θυμό. Το ήξερα, είπε, ότι ο γιός μου είχε τρυφερό δεσμό με αυτήν την κυρία, την οποία ήταν αδύνατο να παντρευτεί.

Είχε ένα ακατάπαυστο μίσος για μένα και δεν έχανε ευκαιρία να το δείχνει. Τώρα που με είχε στο έλεός του, ήξερα ότι δεν θα έδειχνε οίκτο, και βέβαια είχα δίκιο. Τρελός από θρίαμβο και μανία, ήρθε στην φυλακή μου και μου ξέσχισε το δεξί μου μάτι. Έτσι το έχασα. Ο καταδιώκτης μου όμως δεν σταμάτησε εκεί.

« Ακόμα δε μ' εγνώρισες; — » Με ερωτάδε μ' είδες; » » — Διστάζω ακόμα, μάνα μου, » Να σου το 'πώ, διστάζω, » Γιατ' άλλη, άλλη σ' ήξερα, » Και άλλη σε κυττάζω· » Της γνωριμιάς σου, μάνα μου, » Μ' έφυγαν αι ελπίδες. — »

Σας αγαπώ, ω τελευταίοι βασιλιάδες, γιατί είστε Έλληνες και δυστυχισμένοι. Αν με είχαν μάθει καλλίτερα την ιστορία μου, τη βυζαντινή, εκείνοι που με μάθαιναν τα γράμματα, θα ήξερα να ξυπνώ περισσότερες ψυχές της περασμένης ζωής. Τώρα, σα λάβα πυρωμένη, χυμίζει από μέσα μου η αξεδιάλυτη, πλεγμένη ιστορία των Αυτοκρατόρων.

Κ' ήξερα κιόλας πως ποτέ άλλη φορά από την ημέρα που πέθανε ο Σβεν δεν είχα έρθει τόσο κοντά της, όπως τώρα.