United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε λοιπόν τι είσαι εδώ; — Διά να φυλάγω την πόρτα. — Και είνε μοναχός ο αυθέντης σου; — ΌχιΕίνε και άλλοι; — Πολλοί. — Ποιος και ποιος; — Δεν τους γνωρίζω. — Θα πάγης όμως να του πης... — Εγώ; — Θα πης ότι ήλθα διά σπουδαίαν υπόθεσιν. — Όχι δα. — Και έχω ανάγκην να του μιλήσω. — Δεν γίνεται. — Σου λέγω, είμαι σταλμένος. — Ας πα να είσαι. — Δεν το κουνάς, βλέπω.

Είπε, κι' αγρίκησε η θεά με τις χρυσές φτερούγες 195 κι' οχ τις δροσόλουστες κορφές κατέβηκε στην Τροία. Εκεί τον άφοβο Έχτορα, του γέρου γιο Πριάμου, τον βρήκε μέσα πούστεκε στο κολλητό του αμάξι. Και πάει κοντά του στέκεται και του λαλεί διο λόγια «Έχτορα, του Πριάμου γιε, ισόγνωμε του Δία, 200 σ' εσένα ο Δίας μ' έστειλε αφτά να σου μιλήσω.

Εγώ δεν περιφρονώ τίποτε· διεμαρτυρήθηκε κάπως πεισμωμένα ο Αριστόδημος. — Και όμως δεν προσέχεις το τι γίνεται γύρω σου· απάντησε ο Δημητράκης. Εγώ ήρθα να σου μιλήσω για σπουδαία υπόθεση και συ μου μιλάς ξύλα κούτσουρα. Θες ν' ακούσης; — Λέγε· είπε υπομονετικός ο Αριστόδημος. — Τι συμβαίνει λοιπόν: τον ρώτησε κάπως ανήσυχα ο Περαχώρας.

Ότι ο άρχων έχει ανάγκην... — Ο άρχων δεν έχει ανάγκην, είπεν αγερώχως ο ξένος. — Δεν ειξεύρω να μιλήσω καλά, ετραύλισε συνεσταλμένος ο Γύφτος. — Δεν πειράζει. Ήθελες να είπης ότι ο άρχων επιθυμεί. — Ναι, αυτό ήθελα να είπω, εψέλλισεν ο Πρωτόγυφτος. — Καλά. Βλέπεις, όταν θέλης, δύνασαι να ομιλής ελληνιστί, είπεν ο άρχων. — Όταν μου τα λένε, τα διορθόνω, είπεν ο Γύφτος. — Και τούτο καλόν.

Μα δίχως φόβο απάντησε ο Έχτορας και τούπε 430 «Γιε του Πηλέα, εγώ παιδί δεν είμαι, και με λόγια δε με τρομάζεις, τι κι' εγώ το ίδιο αν θες κατέχω να σου μιλήσω προσβολές και να σου πω βλαστήμιες.

»Μα θέλω να με πιστεύης όταν σου λέω πως δεν πρέπει να φοβάσαι πως υπάρχει στην ψυχή μου κάποιο απόκρυφο και μυστικό, που το κρύβω και το κρατώ μυστικό, γιατί δεν πρέπει να το δης. Η αιτία είναι μόνο γιατί δεν μπορώ. Μη με παρακαλής λοιπόν να μιλήσω, μα αγάπα με όπως είμαι.

Φοβάται πως θα σου μιλήσω για τον Λουκιανό και τον Λογγίνο, για τον Κουϊντιλιανό και τον Διονύσιο, για τον Πλίνιο και τον Φρόντο και τον Παυσανία· για όλους εκείνους που στον αρχαίο κόσμο έγραψαν ή μίλησαν απάνω σε καλλιτεχνικά ζητήματα. Δεν είν' ανάγκη όμως να φοβάται. Είμαι κουρασμένος από την εκστρατεία μου μέσα στη σκοτεινή ανιαρή άβυσσο των γεγονότων.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Λαμπρά! να στέφανος, και βάλ' τον στο κεφάλι Θ' ΓΥΝΗ εκτελούσα. Να με λοιπόν! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Έ, μίλησε! Θ' ΓΥΝΗ Έτσι το λες εσύ; Πως θα μιλήσω δηλαδή προτού να πιω κρασί; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Για ιδές• κρασί θέλει να πιή! Θ' ΓΥΝΗ Και βέβαια• γιατί φορώ στεφάνι, βρε κουτή; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Φύγε από 'δω εσύ, τρελλή! γιατί τα ίδια, φαίνεται, θα φτιάσης στη Βουλή.

Τις ακούγαμε από μακριά τις φωνές τους, και δίχως μήτε πόρτες να κλειδώνουν έφευγαν όλοι προς το βουνό. Εμείς όμως είχαμε και τάλλα δυο τα μικρά να κοιτάξουμε, κ' είπα της Φωτεινής να προσμείνη λιγάκι, να πάω να μιλήσω της γριάς στο καλύβι και να της πω να μη φοβάται.

Θα γίνω... είπε και ξανάκλεισε τα μάτια του. Ο Βαγγέλης καθότανε και τον κύτταζε. Μια στιγμή δεν του φάνηκε διόλου καλά. «Αγγελοκρούζεται», είπε μέσα του. Σηκώθηκε και ζύγωσε στη γυναίκα με τρομάρα. — Κυρά Ασημίνα... καλέ, κοιμάσαι, καλέ; — Τι είνε; έκανε κείνη ξαφνιασμένη και τινάχτηκε απάνω. — Δεν τονέ βλέπω καλά. Τον χάνομε. Κουράγιο τώρα. Να σύρω να μιλήσω στη γειτόνισσα...