Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Τότε εγώ εδιηγήθηκα καθαρά τα όσα έως εκείνην την ώραν μου εσυνέβηκαν, χωρίς να αφήσω τίποτε και οπόταν ετελείωσα να μιλήσω, ο νέος που ευρίσκονταν εκεί, άρχισεν να μιλήση και μου είπεν, εσύ είσαι ένας πλάνος, και εσύνθεσες ένα γελοιώδη μύθον, όχι διά άλλο, παρά διά να μας συγχίσης την ησυχίαν μας και την ευτυχίαν μου.
Σκυμμένο είταν το πρόσωπό της, λυπητερά κοίταζε κάτω στο χώμα και δε μ' έβλεπε. Άμα βρέθηκα κοντά της, σηκώθηκε. — Αχ! Πάλμο μου, εσύ είσαι; Έλα, έλα να σου μιλήσω. Καλά που έρχεσαι! Έλα να σου δείξω ένα γράμμα που μου έφεραν το πρωί, σήμερα το πρωί. Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Έχω ζάλη. Δεν έπρεπε να το διαβάσω αφτό το γράμμα. Άσκημα έκαμα που το διάβασα και θέλω να με μαλλώσης. Αχ!
ΚΛΕΟΝΤ Τίποτα! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Άφησε με να σου μιλήσω. ΚΟΒΙΕΛ Είμαι κουφός. ΛΟΥΚΙΛΗ Κλεόντ! ΚΛΕΟΝΤ Όχι. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Κοβιέλ! ΚΟΒΙΕΛ Τίποτα! ΛΟΥΚΙΛΗ Στάσου. ΚΛΕΟΝΤ Παραμύθια! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Άκουσέ με. ΚΟΒΙΕΛ Κολοκύθια! ΛΟΥΚΙΛΗ Μια στιγμή μόνο. ΚΛΕΟΝΤ Καθόλου. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μα κάνε λίγη υπομονή. ΚΟΒΙΕΛ Ταραρά! ΛΟΥΚΙΛΗ Δυο λέξεις μόνο. ΚΛΕΟΝΤ Όχι, τέλειωσε πεια. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μια λέξι. ΚΟΒΙΕΛ Πάει πεια, πάει.
Η κυρά Πανώρια σηκώθηκε να φύγη. — Στάσου, μητέρα· γιατί φεύγεις; τη ρώτησε ανήσυχος. — Τι να κάμω, παιδί μου· αποκρίθηκε μελαγχολικά εκείνη. Εγώ ήρθα να σου μιλήσω για τη δουλειά μας και συ μου λες για βιβλία. Δε σε μέλλει, λες, για τα χωράφια. Καλά το λοιπόν ας τα χέρσα! Μη θαν τα πάρω μαζί μου; δικά σας είνε.
ΒΕΡΑ — Δηλαδή φοβούμαι μήπως πλήξετε εσείς. Είμαι τόσο λίγο διασκεδαστική. ΦΛΕΡΗΣ — Βέρα, άφισέ με να σου μιλήσω τώρα με το μικρό σου όνομα. Είναι η πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε μοναχοί μας ύστερ' από δεκαοκτώ χρόνια. Άφισέ με να σου μιλήσω, όπως σου μιλούσα μια φορά. ΒΕΡΑ — Μια φορά.. . Αλήθεια! Είναι τόσος καιρός από τότε; ΦΛΕΡΗΣ — Τι έχει να κάνη ο καιρός.
Κάμετε γρήγορα λοιπόν τα γένεια να κολλήσετε, όσες εσχεδιάσατε πως πρέπει να μιλήσετε. Κουτή, και ποια είν' από μας, όπου δεν έχει γλώσσα που να μην κόβη τόσα; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Βάλτε τα γένεια κάθε μια, την ώρα της μη χάνη, κι' ας γίνη άνδρας• εγώ δε θα βάλω το στεφάνι, και γένεια θα κολλήσω αν ίσως και μου κατεβή μπροστά σας να μιλήσω.
Αυτό θέλεις το μάθεις εις τον καιρόν του, μου απεκρίθη εκείνος, επειδή και διά την ώραν δεν έχεις να το ηξεύρης. Ακολούθησα λοιπόν εκείνους τους ανθρώπους χωρίς να μιλήσω άλλο, οι οποίοι με έφεραν εις ένα καράβι και ευθύς που με έμβασαν μέσα έκαμαν πανιά και εμισεύσαμεν από τον λιμένα.
Τ' ομολογώ επλανέθηκα στον άγνωμο σκοπό μου· Και καταφρόνια ανέλπιστα θωρώ με θαυμασμό μου· Μικροί μεγάλοι με μισάν· κανένας δε με θέλει. Αν είμαι, ή αν δε βρίσκομαι, τελείως δεν τους μέλει. Και σα να μ' είχαν όχτρητα το πρόσωπο γυρίζουν, Αλλ' ως κι' οι φίλοι μου οι παλαιοί, κι' αυτοί δε με γνωρίζουν· Κι' αν κανενός αποκοτάω δυο λόγια να μιλήσω, Φεύγει με πάτημα γοργό, μηδέ τηράει οπίσω.
Ας είνε το λοιπόν, απεκρίθη εκείνη, επειδή και είσαι τόσον σταθερός, ύπαγε να περάσης το επίλοιπον μέρος της ημέρας εις άλλον τόπον, και προς το βράδυ ξαναγύρισε εδώ γιατί έχω να σου μιλήσω. Έτσι λέγοντας ετραβήχθη από το παραθύρι, και με άφησε γεμάτον από χαράν, αγάπην και ελπίδα.
Νομίζοντας ότι κοιμάται η Νατόλια της άγγιξε το χέρι που έκαιγε, αλλά η γριά το τράβηξε και της είπε χαμηλόφωνα: «Άκου Νατόλια, κάνε μου μια χάρη. Πήγαινε στον Έφις Μαρόντσου και πες του ότι πρέπει να του μιλήσω. Μην το μάθει όμως η Γκριζέντα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν