United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά το πανηγύρι των Αγίων Αναργύρων της Μαμογιάντα ο Έφις και οι τυφλοί πήγαν στο Μπίτι για τη Θαυματουργή Παναγία. Πριν φτάσουν εκεί έκαναν στάση στο Ορούνε, αλλά, παρόλο που ήταν κουρασμένος, ο Έφις δεν κοιμήθηκε φοβούμενος μην του κλέψουν το δισάκι με το κομπόδεμα που είχε μαζέψει στα τελευταία πανηγύρια.

Έσκυψε μέσα του: έσκαβε, σιωπηλός, τραβούσε, τραβούσε, όπως την πέτρα από ένα πηγάδι. Τελικά ανασηκώθηκε αναστενάζοντας, κουρασμένος και αδύναμος. «Τζατσίντο, άκου τι έχω να σου πω. Έτσι είναι ο κόσμος. Ο ντον Πρέντου θέλει να παντρευτεί τη ντόνα Νοέμι και η ντόνα Νοέμι δεν θέλει. Εσύ φταις γι’ αυτό

Τα παιδιά δεν μπορούνε να φτιάσουνε με το νου τέτοια πράματα. Ωστόσο ο Σβεν δεν είταν ο ίδιος αυτό τΟ καλοκαίρι. Χωρίς καμιά αφορμή έλεγε άξαφνα πως είταν κουρασμένος και τότε ήθελε να μένη ξαπλωμένος στη χλόη με το κεφάλι ακκουμπημένο στην αγκαλιά της μαμάς. Ή ερχότανε στον μπαμπά και τον παρακαλούσε να τον πάρη στα χέρια.

Εσύ όμως να θυμάσαι, Έφις: το κτηματάκι το θέλω εγώ…Το μαρτύριο κράτησε σ’ όλο τον δρόμο, μέχρι που ο Έφις, περισσότερο κουρασμένος από το αν είχε πάει με τα πόδια, γλίστρησε από τα καπούλια και τράβηξε κάτω το δισάκι.

Μη φοβείσαι, απήντησεν ο σκληρός Γύφτος. Αλλ' η φωνή του έτρεμε. Η Αϊμά παρετήρησεν ότι ήσαν μόνοι. — Δεν είνε άνθρωποι εδώ; είπε. — Τώρα θα έλθουν, απήντησεν ο ακάματος Πρωτόγυφτος. — Καλλίτερα να μην έλθουν, εσκέφθη η Αϊμά. Μεγαλοφώνως δε είπε·Δεν θέλω να μείνω εδώ. — Και πού θα υπάγης; — Προτιμώ να φύγω. — Για να σου πω, είπεν ο Γύφτος, εγώ είμαι κουρασμένος, θέλω να κοιμηθώ.

Τότε μία εκ μέρους των άλλων μου λέγει· ιδού είναι καιρός διά να αναπαυθής επειδή είσαι κουρασμένος από την οδοιπορίαν· το κρεββάτι σου είναι έτοιμον και έκλεξε από ημάς όποια σου αρέση διά να κοιμηθής μαζί της. Εγώ εις τοιούτον ζήτημα της απεκρίθην· όλες μου αρέσουν όλες ωραιότατες είναι, ωσάν να ήσαν η αυτή ωραιότης· δεν δύναμαι να προκρίνω την μίαν από την άλλην.

Γύρο ανοίγματα σκεπασμένα με καταπετάσματα της εποχής, μονόχρωμα, στολισμένα με μεγάλα τετράγωνα που έχουν χρώμα διαφορετικό. Στους τοίχους μωσαϊκά με πουλιά και καρπούς. Ο Καίσαρ Μαξιμιανός Γαλέριος, στεφανωμένος με τριαντάφυλλα, φαίνεται κουρασμένος. Οι Κουβικουλάριοι, όλοι έφηβοι, στεφανωμένοι με κισσό και ντυμένοι λευκά μακρόσυρτα ιμάτια, πηγαινοέρχονται βιαστικά.

Δεν εφαίνετο κουρασμένος εκείνος, αλλ' έμενε πάντοτε τελευταίος. Μη μου τον έταξε και αυτόν ο καπετάνιος επίτηδες ως επίκουρον, — υπάσπιστήν του υπασπιστού! Καθόσον ανέβαινα, ησθανόμην τας δυνάμεις μου εκλειπούσας. Μετά την κακοπάθειαν της νυκτός είχα ήδη περιπατήσει επί τέσσαρας ώρας.

Να μου σφουγγίσουνε το μέτωπο από τον ιδρώτα. Να με ποτίσουνε νερόμελι με χιόνι. . . Φέρτε και το ραντιστήρι με το ανθόνερο. Απάνω βρίσκεται στο τραπέζι. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Δόστε μου να ξανασάνω. Οι ανωτέρωΚουβικουλάριος Πρέσβεις των Βησιγότθων να σου φιλήσουνε ζητάνε, Καίσαρα, το πόδι. ΓΑΛΕΡΙΟΣ Όχι, είμαι κουρασμένος. Διώχτε τους. Ζαβλακωμένος νοιώθω από την κούρασι.

Κέφι που τώχεις, ευλογημένε! έλεγεν η κυρά Μαριώ, νανουρίζουσα ηρέμα το βρέφος της, — διότι είχε και βρέφος η ευλογημένη. — Κέφι που τώχεις! Δεν πέφτεις να πλαγιάσης, που είσαι κουρασμένος, μόνον κάθεσαι και. . . . Κτύπος δυνατός εις την εξώθυραν διέκοψε της Δημήτραινας την φράσιν και του Δημήτρη την μουσικήν. — Ποιος νάνε τέτοια ώρα! είπεν ούτος, αποθέτων το όργανον του και εγειρόμενος.