United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς ό,τι μας έμεινε δικό μας σιγά σιγά ταποσκυβαλίζουμε· εξόν αν είναι τούρκικο, καθώς είναι να πούμε ταγαλίκι, η στενοκεφαλιά, και το πείσμα. Άκου τώρα, να δης. Τη γλώσσα μας, την πετάξαμε. Τα τραγούδια μας, τα πετάξαμε. Τους χορούς μας, τους αρνηθήκαμε. Τα τουφέκια μας, αν μένουν ακόμα σ' αυτά τα μέρη, ο λόγος είναι που δεν έλειψαν οι λαγοί.

Εις την οδόν Σταδίου μπορείς να δης και κάτι σχετικόν. Εις μίαν προθήκην είνε εκτεθειμένη εικών, εις την οποίαν παρίσταται ολόγυμνη η πρώην πριγκήπισσα Σιμαΐ, η περιβόητος Κλάρα Ουάρ.

ΠΕΤ. Εγώ θα σε θεραπεύσω από αυτήν την αρρώστεια, Μίκυλλε• και αφού είνε νύκτα ακόμη, σήκω και ακολούθησε με• θα σε πάω εις το σπίτι αυτού του Σίμωνος και εις τα σπίτια άλλων πλουσίων, για να 'δης ποία είνε η κατάστασίς των. ΜΙΚ. Πώς θα 'δω αφού είνε κλειστά τα σπίτια; μήπως θα με βάλης να τρυπήσω τοίχους;

Μα εδώ και λίγα χρόνια ο Καπετάν- Μοναχάκης μου φαίνεται πως πάει γυρεύοντας για πνίξιμο. Να το δης, Γερο-Φλώκο. Τώρα που τον πήραν τα γεράματα και τον σφίξαν οι ρεμματισμοί, κάλλιο τώχει να πάη στο φούντο με την «Αθηνά» παρά να δη άλλον καπετάνιο σ' αυτό το σαπιοκάραβο. Ο Θεός να με βγάλη ψεύτη, μα πάω να χάσω το μυαλό μου μ' αυτόν τον άνθρωπο. Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά.

Κ' είπεν ο δύστυχος Πενθεύς: «τι θέλετε, γυναίκες;». «Τώρα θα 'δής τι θέλομε» τούπεν η Αυτονόη.

Τρέχα γύρευε τώρα πότε θα γυρίση. . . Μήπως θα τηνέ φέρη κιόλα πίσω ο κύριος Νίκος ! έ;, Νά-τα ! Μάτια μου, θέλει και καβαλλιέρο ! Δε στάλεγα εγώ; όπως πήγε, ναρθή ! τι; Και να δης που εξ αιτίας της αργεί κι ο Κύριος Νίκος.

Θενά δης καράβια και καράβια, άλλα να σκαρώνουνται σιμά στο λιμένα, άλλα πάλι αραγμένα ή και στην αμμουδιά τραβηγμένα, κι άλλα να σηκώνουνται γεμάτα σιδερόχερους κωπηλάτες, που ξεκινούνε να διαφεντέψουν την καλότυχή τους πατρίδα.

Κιο ξανθός πειρασμός είχε μια επιμονή τον διαόλου. Από το άλλο μέρος η μάνα μου δεν ησύχαζε, αλλά φαίνεται ότι μέρα και νύχτα ο νους της δούλευε για ναύρη τρόπο να μαποσπάση από το Βαγγελιό για πάντα. Τα λόγια δεν της φαινόντανε αρκετά. Μια μέρα μου λέει: — Τα ωζά μας είνε στον Αμαλό. Δεν πας και συ να περάσης μάκιες μέρες, να δης πως διάγουν οι βοσκοί; Θα χορτάσης και γαλατερά που ταγαπάς.

ΛΟΥΙΖΑ Ναι, μπαμπά μου· έρχομαι και σου λέω ό,τι βλέπω. ΑΡΓΓΑΝ Και δεν είδες τίποτα σήμερα; ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Όχι; ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Αλήθεια; ΛΟΥΙΖΑ Αλήθεια. ΑΡΓΓΑΝ Πολύ καλά, θα σε κάνω εγώ να δης κάτι τι. ΑΡΓΓΑΝ Α! α! υποκρίτρια, δε μου λες ότι είδες έναν στο δωμάτιο της αδελφής σου. ΑΡΓΓΑΝ Πρώτα θα τις φας γιατί είπες ψέματα, και ύστερα βλέπομε.

Εκεί, μέσα στο γυναικίτη, μπροστά στο καφάσι, καθώς που έκανε το σταυρό της, εκεί ανασήκωσα το πρόσωπό μου και την καλοείδα πρώτη φορά τη μάννα μου, με μάτια που αφίνουν εικόνες μέσα στο νου. Είτανε μαύρα ντυμένη. Τα μάγουλά της κατάχλωμα. Από τη χαμηλωμένη ματιά της έσταζε τέτοια λύπη, που κοίταζες τα χείλη να δης τι τρέμει, και κει έβρισκες την πίκρα ζωγραφισμένη.