United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκτοτε δε τακτικώτατα και μετά του κανδυλανάπτου ειργάζετο εις τα της Εκκλησίας, και εις τον νάρθηκα καθ' εκάστην αυγήν υπό του Πέτρου εδιδάσκετο. Ουδείς δ' εγνώριζε την μυστικήν ταύτην ελεημοσύνην του Πέτρου, μέχρις ου τυχαίως μετά του Γεροστάθου ανεκαλύψαμεν αυτήν κατά την ημέραν εκείνην.

Στάθηκε σε μιαν άκρη εκεί απάνω στο Νάρθηκα του Ναού, και τηρώντας γύρο την πεντάμορφη θέα, σαν όνειρο ακόμα το θάρρευε. Όνειρο, γιατί πονούσε η καρδιά του, αντίς να χαίρεται. Πονούσε για τόσα και τόσα, και το χερότερο, που α δεν ερχότανε στο χωριό, δε θάσκαγε η χολή της αρχόντισσας. Συλλογίστηκε ύστερα ταρφανό το κορίτσι και τον έπιασε θλίψη βαρειά και μεγάλη.

Και αι θέσεις ήσαν κληρονομικαί. Μοναρχία κληρονομική μέχρι της εκκλησίας εν τη νέα ελληνική κοινωνία! Η θυγάτηρ ερχομένη εις γάμον και ιδρύουσα νέον οίκον, κατελάμβανεν εν τω ναώ την θέσιν της μητρός, ήτις γραία πλέον εβαρύνετο ν' αναβαίνη εις την γυναικωνίτιδα, ισταμένη εις τον νάρθηκα κάτω, ή ζαρόνουσα εις κανέν στασίδιον κάτω-κάτω υπό την σκοτεινήν κόγχην.

Οι πιο ξακουστές εκκλησιές είναι του Άγιου Δημήτρη και του Άγιου Γιώργη. Οι κολώνες του νάρθηκα ιωνικές, και τα κολωνοκέφαλα είδος κορινθιακά μ' ανάμεσα αϊτούς και ξόμπλια. Μάρμαρο χρωματιστό ο στολισμός μέσα, και χτυπάει λέγουν αυτό στο μάτι κι από μωσαϊκά καλλίτερα. Ο Άγιος Γιώργης πάλε είναι τρουλλωτός ή θολωτός σαν τις εκκλησιές του Ιουστινιανού. Όλα του τα στολίσματα μωσαϊκό του πρώτου νερού.

Αφού σκοτώθηκε ο Μάρκος, έφεραν οι Σουλιώτες το λείψανό του και το ξάπλωσαν εμπρόςτο νάρθηκα της εκκλησιάς του Μοναστηρίου. Σηκώθηκε τότε ο Καραϊσκάκης από το κρεββάτι κ' επήγε σέρνοντας και φίλησε με δάκρυα το νεκρό του Μάρκου· κ' είπε·Άμποτε, ήρωα Μάρκο, κ' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω. Κ' επήγε αληθινά όπως ευχήθηκε, ο ήρωας.

Ακούστηκαν και ψιθυρίσματα. Εκείνοι που βάσταγαν τη σανίδα έσκυψαν και την απίθωσαν χάμου, την ακκούμπησαν σε μια κολώνα κι ανακλαδίστηκαν να διώξουν την κούραση. Άλλοι που ήταν όξω από τον νάρθηκα σήκωσαν τα χέρια στο καμπαναριό για να πάψη το καμπάνισμα. Και χύθηκε τόση ησυχία, θλιμένη ησυχία, λες και σταμάτησε άξαφνα η ζωή. Μα τότε βαρειά και θυμωμένη ακούστηκε η φωνή του Αρλετή.

Συνέφερε τότες ο Θεοδόσιος, και σταλήθεια μετάνοιωσε. Κι αφού έμεινε μερικόν καιρό τραβηγμένος και βασανισμένος από τη συνείδησή του, πρόβαλε μια μέρα στη Μητρόπολη να λειτουργηθή. Παρουσιάζεται τότες ο Αμπρόσιος στης εκκλησιάς το νάρθηκα, και του λέει να μη σιμώση και μολύνη το Ναό του Θεού με την παρουσία του, και πως τέτοιο αμάρτημα χρειάζεται καιρό και καιρό μετανοιωσύνη και προσευκή.

Σ' άλλα μέρη πάλε στις καμάρες απάνω βλέπεις εικόνες Αγίων, Αποστόλων, ή της Παναγιάς με το Χριστό στην αγκαλιά. Στα τέσσερα γυρτά ή σφαιρικά τρίγωνα παρασταίνουνται τέσσερα Σεραφείμ· στου γυναικωνίτη τους θόλους η Πεντηκοστή· και στους θόλους του μεγάλου νάρθηκα ο Χριστός με τη Θεοτόκο και με τον Πρόδρομο, κι αυτοκράτορας προσπεσμένος στου Χριστού τα πόδια. Σαν τέτοιος ο ναός της Άγιας Σοφιάς.

Σαν ξανανταμωθήκανε στο νάρθηκα οι τρεις τους, τους λέει ο Πάτερ Χαράλαμπος, στρεφογυρίζοντας τα κάτασπρά του μαλλιά και χώνοντας τα μέσα στο καλιμάφκι του, να μην τονε νοιάζουνται τον κόσμο πια τώρα, γιατί ατός του θα πάη και θα πη τα χρειαζούμενα εκεί που πρέπει, και γλήγορα θαποτραβήξη την ουρά του ο Τρισκατάρατος, που ζήτηξε με το Χριστό να τα βάλη, μα το φως το διώχνει πάντα το σκότος.

Η μια παρασταίνει τον Ιουστινιανό ανάμεσα στους μεγιστάνους του και τους δορυφόρους του, η άλλη την πεντάμορφη Θεοδώρα με τις ακόλουθες της, και της προσφέρουν τα δώρα που έφεραν οι βασιλιάδες στην εκκλησιά. Η αυτοκρατόρισσα στέκεται σε νάρθηκα με «φιάλη» στη μέση, και μια θεραπαινίδα ανασηκώνει το παραπέτασμα της θύρας του ναού. Το δούλεμα τω φορεμάτων της Θεοδώρας είναι όσο γίνεται πλούσιο.