United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμοίρασαν υστερώτερα στον καθέναν της διαφοραίς, οπού έπεφταν στο μερτικό του. τους ενθύμησαν της αναγγαίαις παραγγελίαις, οπού ήταν να συμαδεύουν, όσο το βολετό πλατύτερα, της παρατήρησαίς τους, και σε ύφος όχι απλό, για να της απηκάζουν όλοι οι σπουδαίοι με ευκολίαν, κι απέ τους εγχείρισαν και συστατικά για κάθε χωριό και χώρα, οπού να τους ήφερνε ο δρόμος τους, για ν' άχουν την άδεια να βγάζουν της Κυριακαίς και της Γιορταίς από κάναν δίσκο στης εκκλησίαις, και να μην στενοχωριούνται από τα χρειαζούμενα έξοδά τους.

Μόλις πάτησε πόδι στη χώρα εκείνη, κ' ίσια στο Σπιτάλι μαζί με το έχει του. — Να μείνουν αυτά εδώ, τους λέει τους ανθρώπους εκεί. Εμένα δε μου είνε και πολύ χρειαζούμενα. Ο πρώτος που αναλάβη κ' είνε έτοιμος να μισέψη, του τα χαρίζετε. Και γίνεται άφαντος ο Γέρο Ανέστης. Τραβάει κατά τη σκάλα, βρίσκει πέραμα, και σ' ένα μερόνυχτο μέσα τηράει τις ολόχαρες ακρογιαλιές του νησιού του.

Αυτή θέλει όλο και στα ζεστά και να τη δης που θα σου γείνη θρεφτάρι. . . Και τόλουσε το νεογνό μέσα σε χλιαρό νερό, πούτρεξε και τόφερε από το πλυσταρειό, κ' έπειτα το τύλιξε μέσα σε λίγο μαλλί, που το τράβηξε απ’ το στρώμα, και σε κάτι φανελλίτσες πούψαξε και τις ηύρε μέσα στον κομμό, παλιές της Βεργινίας, και το φάσκιωσε με τα παννάκια πούχε η Λιόλια ετοιμάσει κάτι λιγοστά, από καιρό, και της τόβαλε της Λιόλιας στο κρεββάτι... Κοιτόταν η Λιόλια, πονεμένη και χλωμή στο κρεββάτι, ολομόναχη, χωρίς να ξέρη τίποτα ο Νίκος, χωρίς τη θεια Ελέγκω κοντά της, γιατί κανείς δεν τόβαζε με το νου του αυτό το ξαφνικό. . έτσι γερή και δυνατή που ήτον. . . Ως που να πάη και νάρθη η Κερά Γιώργαινα που πετάχτηκε σπίτι της να πάρη κάτι χρειαζούμενα για τη λεχώνα και για το παιδί: κάτι βαμπάκια, κάτι στύψες, λίγο γλυκοπόδιο, μια χούφτα γλυκάνισο να βράση του παιδιού, που τάχε απ’τις δικές της γέννες, πλάκωσαν κι άλλες γειτόνισσες γιατί άλλο δεν είναι να τις τραβήξη, όπως το κρέας τη μύγα και το ψάρι τη γάτα, από λείψανο και γεννητούρια κι όπου φανή η Κερά Γέννα κι ο Κυρ Χάρος σέρνουν όλο το γυναικομάνι αποπίσω τους, όπως ο Φασουλής κι ο Καραγκιόζης τη μαρίδα.

Έννοια σου, παιδί μου, είπε λαχανιασμένος ο αγαθός γέροντας, σκύβοντας απάνω του. Έννοια σου, και θα σε κάνω καλά εγώ. Κουράγιο μόνο! Να ιδούμε τώρα τη λαβωματιά σου. Του σήκωσε τα ρούχα του, πήρε απ' τα χέρια του παιδιού της σπετσαρίας, που ήρθε κοντά του, τα χρειαζούμενα, και άρχισε να πλένη και να καθαρίζη την πληγή. — Αίμα σου ήρθε απ' το στόμα; τον ρώτησε. — Όχι! είπε ο Γιώργης.

Προχωρούσε το έργο και πήγαινε· και μαζί με τα καλλιτεχνικά σκαρώνουνταν και πλήθος άλλα πιο χρειαζούμενα. Υδραγωγεία, λουτρά, θέατρα, δικαστήρια, τέλος και πέρα από τέσσερεις χιλιάδες αρχοντόσπιτα και μέγαρα.

Η απλότητα, η ευταξία, και στον ίδιον καιρόν η αφθονία σε όσα είναι χρειαζούμενα για την αναπαυτική ζωή του ανθρώπου, δίχως την περίσιαν πολυτέλεια της περιφάνειας· το καλό δέξιμο όλης εκείνης της φαμηλιάς, οπού ξεσυνερίζονταν ποιος να του κάμη την μεγαλήτερη περιποίηση, και ξεχωριστά η ομιλία του γέροντα οπού έδειχνε σ' όλαις του ταις απόκρισαις, πως ο νους του ωδηγούνταν από τον ορθόν λόγον, θελά προξέναγαν στον Λογιότατον αδοκίμαστη ευχαρίστηση της ψυχής του, ανίσως και η άκοπη βαθιά συλλογή του τον άφηνε να τα νιόση.

Άμα λοιπόν ο Δάφνης εκατάλαβε τα όνειρα των Νυμφών και τα έργα του Πάνα, λέει κι αυτός όσα είδε κι όσα άκουσε· κι ότι ενώ είχε σκοπό να πεθάνη έζησεν εξαιτίας τις Νύμφες. Κ' ύστερα τήνε στέλνει να φέρη το Δρύαντα και τα χρειαζούμενα για θυσία.

Εσυνέπαιρναν βιαστικοί όλα τα χρειαζούμενα μπαγάγια τους μες από τα μάβρα τους κελιά και τάπλωναν όξω, ναδιάσουν μέσα τα δωμάτια για την επιθεώρηση.

ΣΗΜ. Από τα τέσσερα τα κεφάλαια που ακλουθούνε θα πάρουμε μονάχα μερικά αποσπάσματα. Τα μέρη που αφίνουμε, όσο κι αν είναι ορεχτικά, δε φαίνουνται πολύ χρειαζούμενα. Κ' εκεί που καθούμαστε όλοι μας χολοσκασμένοι, — Αι, φωνάζει ο Αγγελάκος. Τρέχα, γέρο Βασίλη, και πιάστηκε! Όλοι γυρίζουμε αμέσως κατά την αποτονιά, μερικά βήματα μακριά μας. Το σημάδι στα χαλίκια είταν πεσμένο, το σκοινί τεντωμένο.

Είντα τα κάμω τα προυκιά; — Μα δεν κάνει, παιδί μου ... Είντα Ατσιγγάνοι είμεστα; Δεν μπορεί η κοπελλιά να παντρεφτή χωρίς νάχη όλα τση τα χρειαζούμενα, γιατί θα την ανεμπαίξη το χωριό. Κατώρθωσεν όμως να πραΰνη κάπως την απελπισίαν του Μανώλη, υποσχεθείσα ότι θα εμεσίτευε να γίνη ο γάμος όσον το δυνατόν ταχύτερον, μετά δύο ή τρεις το πολύ μήνας. Αλλ' ο Σαϊτονικολής έμενεν άκαμπτος.