United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή άρχισε να ομνύη και να καταναθεματίζεται πως δεν ηξεύρει τίποτε εις αυτήν την υπόθεσιν· και έπειτα άρχισε να κλαίη με μεγάλα παράπονα, τόσον που ο κλέπτης την ευσπλαχνίσθη. Ο σκλάβος εκατάλαβε πως ο αφέντης του της έδειχνε σπλάχνος· όθεν με όλον που εκείνος τον εμπόδιζε να μην την φονεύση αυτός ηθέλησε να την κτυπήση.

Ο θείος μάτια είχε μόνον διά την αίγαγρον, η οποία με το μικρόν της εφαίνετο εις την αντικρυνήν του βράχου χαράδραν· ο Ρούντυ εκάρφωσε το 'μάτι του επάνω εις το πτηνόν και το εκατάλαβε πλέον τι ήθελε· εστάθη λοιπόν έτοιμος για να τραβήξη το όπλον.

Ένας βάρβαρος ηγεμών των περί τον Πόντων χωρών είχε μεταβή εις την Ρώμην διά να επισκεφθή κατά καθήκον τον Νέρωνα• Και συνέβη να ίδη τον χορευτήν εκείνον να χορεύη τόσον εκφραστικώς, ώστε αυτός, καίτοι δεν ενόει τα αδόμενα, διότι ατελώς εγνώριζε την ελληνικήν, εκατάλαβε τα πάντα.

Θεός να φυλάγη τον κόσμο από την κακή την ώρα! Ποιος ηξεύρει πόσαις ώραις επάλαιψε με τον θάνατο! Μα βλέπεις δεν ήτανε γραφτό του. Το άλογο ευρέθηκε σκοτωμένο, κ' εκείνος εγλύτωσε. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Κ' έτσι που εγλύτωσε, πάλε δόξα σοι ο Θεός! Τρεις ημέραις δεν ήξευρε πού ήτανε. Σαν ήλθε κομμάτι στον εαυτό του, εκατάλαβε πως ευρίσκεται σ' ένα μύλο.

Διότι καθώς εκείνος λέγει, ηξεύρει με ποίον τρόπον καταστρέφονται οι νέοι την σήμερον και ποίοι είναι οι καταστροφείς αυτών. Φαίνεται λοιπόν ότι αυτός ο άνθρωπος είναι παρά πολύ σοφός. Και αφού εκατάλαβε την ιδικήν μου αμάθειαν, ήλθεν εδώ και με κατήγγειλεν ενώπιον της πόλεως όλης, απαράλλακτα καθώς ενώπιον μιας κοινής όλων μας μητρός, ότι δήθεν εγώ καταστρέφω τους συνηλικιώτας του.

Ευθύς που ο Αμπτούλ εκατάλαβε πώς ο Καλίφης ήτον εκστατικός και διά την σκλάβαν, ευθύς την επήρε, και την έβγαλεν έξω από τον χοντζερέ. Εστάθη αυτό μία νέα πληγή του Καλίφη, και ολίγον έλειψε που να μη φανερώση την αγανάκτησίν του και την οργήν· εκρατήθη όμως καθώς ημπόρεσε. Και ξαναγυρίζοντας ο Αμπτούλ εξακολούθησαν να ξεφαντώνουν έως εις το βασίλευμα του ηλίου. Ο Καλίφης τότε του είπεν.

Η βασίλισσα ηξεύροντάς την αθωότητά του, δεν τον ωνείδισεν εις τα όσα της έκαμεν, αλλά μετά μεγάλης αγάπης τον εδέχθη, και τον επεριποιήθη ωσάν άνδρα της αγαπημένον. Αφού δε εχάρηκαν αναμεταξύ τους εις την ξαναντάμωσιν, η βασίλισσα τον επαρακάλεσε να της ειπή το πώς εκατάλαβε τον δόλον της μάγισσας και τα ακόλουθα.

Όθεν ευθύς που άρχισεν η ημέρα εσηκώθη, και επήγε να εύρη τον Δερβύσην, ο οποίος εκατάλαβε καλώτατα, οπόταν την είδε, πως δεν είχε το πνεύμα ήσυχον.

Στοχαζόμενος δε πως δεν ήτον αδύνατον να μας ξεσκεπάση την συναναστροφήν που με αυτήν είχαμεν, αποφάσισε να μας κάμη να χαθούμε και οι τρεις προδίδοντάς μας εις τον Μπρακμάνον. Και αποφασίζοντας έτσι, επήρε και μας εγκάλεσε, και του είπε πολύ περισσότερον από εκείνο που εκατάλαβε, διά να του ανάψη περισσότερον τον θυμόν να μας αφανίση.

Ποια η ανάγκη να φέρη βοήθεια; Κι' αν ήθελε πάλι να με πιάση ζωντανό γιατί, αφού με αφώπλισε, έπειτα μάφησε το ίδιο το σπαθί του; Α! σε κατάλαβα, Πατέρα! Όχι από φόβο, παρά από τρυφερότητα κι' από οίκτο, θέλησες να μας συγχωρήσης. Να μας συγχωρήση; Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να δώση αθώωσι για ένα τέτοιο έγκλημα χωρίς να εξευτελισθή; Όχι, δεν εσυγχώρησε, παρά εκατάλαβε.