United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι απ' την ώρα εκείνη, τρέχει και τρέχει το αίμα, κι ακόμα, πού να χορτάσης! Κιοπόγλου, ταυτί σου δε δρώνει! Τράβα το τσιμπούκι σου, κ' έννοια σου! Τι έχεις να σκοτιστής; τι να φοβηθής; Τα πρόβατά σου βόσκουνε μοναχά τους. Ως και το γάλα τους μοναχά τους το φέρνουν. Και το μαλλί τους χαζίρικο τόχεις. Ανάμεσά τους κουρεύουνται και σου το κουβαλούν. Γνωστικά πρόβατα, μα και συ, θαρρώ, γνωστικώτερος.

Γιατ' οι μαννάδες των αρνιών στα πράσινα λιβάδια κουρεύονται για χάρη της και δίνουν το μαλλί τους πάντα το χρόνο δυο φορές· τ' είνε καλή δουλεύτρα κι όλα αγαπάει όσ' αγαπούν οι γνωστικές γυναίκες.

Ένα μεγάλο πλοίον, όχι βάρκα, αλλά πλοίον σωστό και στερεό ήτον εμπρός του και δέματα μεγάλα και αμέτρητα από βαμβάκι εγέμιζαν όλον τον δρόμον· και στοίβες από μαλλί ήσαν αραδιασμένες σαν βουνάκια πέρα και πέρα. Η μητέρα από την χαράν της ήρχισε να κλαίη. — Πώς μας τα έφερες όλα αυτά; ερωτούσαν όλοι μαζί την Φωτεινήν. Εκείνη διηγήθη την ιστορίαν της.

Εγώ μπορεί να φέρω την Γκριζέντα στο σπίτι τους κι εκείνη θα τις βοηθάει. Είναι πλέον γριές. Εγώ θα δουλεύω. Θα πάω στο Νούορο, θα αγοράσω τυρί, ζώα, μαλλί, κρασί, ακόμη και ξύλα, ναι, επειδή τώρα, με τον πόλεμο, όλα τα πράγματα έχουν αξία. Θα πάω στη Ρώμη και θα πουλήσω το εμπόρευμα στο Υπουργείο Πολέμου. Ξέρεις πόσα θα κερδίσω;» «Ναι, αλλά το κεφάλαιο;» «Μην το σκέφτεσαι, το έχω.

ΛΗΡ Καλλίτερα να σ' εσκέπαζεν η πλάκα του τάφου, παρά να υποφέρης μ' ασκέπαστο κεφάλι των Ουρανών την καταδρομήν! — Αυτό λοιπόν είναι ο άνθρωπος; Ιδέ τον! Εσύ δεν χρεωστείς ούτε μετάξι εις σκουλήκι ούτε δέρμα εις ζώον ούτε μαλλί εις πρόβατον ούτε μυρωδικό εις μοσχοποντικόν! Ημείς οι τρεις είμεθα τεχνητοί άνθρωποι. Συ είσαι ο φυσικός!

Οι γείτονες ήσαν βέβαιοι, όταν δεν ήκουον το πρωί τον κτύπον του εργαλειού της, ότι είτε στρήβει με το αδράχτι της η γειτόνισσά των νέαν κλωστήν, είτε την τυλίγει εις την ανέμην της, είτε εμπρός εις το ροδάνι της γεμίζει με μαλλί ή με μετάξι τα μασούρια του διά να στήση καινούργιο πανί.

Και τόσο εφρόντιζε ως που και τα κέρατα άλειφε και το μαλλί τους εχτένιζε. Θα νόμιζε κανένας πως βλέπει κοπάδι αφιερωμένο στον Πάνα. Κ' εκοπίαζε σ' όλα αυτά μαζί του κ' η Χλόη· και λησμονώντας το κοπάδι της τον περισσότερο καιρό έμενε κοντά σ' εκείνα, ως που ενόμιζε ο Δάφνης, ότι εξ αιτίας της του εφαίνονταν όμορφα τα γίδια.

Αρχίζει να σκοτεινιάζη. Ώστε αύριο, έχω το λόγο σας. Θα πάμε να ιδούμε τον Ήλιο που θ' ανατείλη .. . ΥΠΗΡΕΤΗΣΒοήθησέ με Μπάρμπ-Αργύρη να βάλουμε αυτό το τραπέζι στη μέση. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΕγώ ήρθα να ξανασάνω και βρήκα μαλλί να ξάνω, που λέει κ' η παροιμία. Τι το θέλεις το τραπέζι στη μέση; ΥΠΗΡΕΤΗΣΝα! Γι' αυτή τη θεατρίνα που θα κάνη την παράσταση.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ, ΦΛΕΡΗΣ, αργότερα ΜΙΣΤΡΑΣ Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΉρθα να ξανασάνω και βρήκα μαλλί να ξάνω. ΦΛΕΡΗΣΘα τρέχω από πίσω σου να σε κυνηγώ; Πού σ' έστειλα; Περιμένω μια ώρα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΒλέπεις πως έρχομαι. Δεν μπορώ να γίνω εκατό κομμάτια, κύριε Τάσσο μου. ΦΛΕΡΗΣΠαράγινες. Το ξέρεις; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑς όψωνται που με κατάντησαν. ΦΛΕΡΗΣΠού είναι η κυρία Δώρα; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΕίναι άρρωστη λέει.

Ο σκύλος χαίρεται το φως μέσα στη γούνα του, και το μαλλί του γυαλίζει σαν μετάξι. Απ' τη μεγάλη πόρτα του μεγάρου βγήκε μια παχουλή υπηρέτρια, με κόκκινα δροσερά μάγουλα. Έδωκε με καλωσύνη μια φέτα ψωμί κ' ένα κομμάτι κρέας στο ζητιάνο και πέταξε με περιφρόνησι ένα κόκκαλο στο σκύλο. Ο άνθρωπος πήρε το κομμάτι το κρέας, με ντροπή, κι αναστέναξε, σαν να τούδιναν φαρμάκι.