United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τo δισκάκι με την κούκλα το κρατούσε ο Περικλής ο κουμπάρος, μπροστά, και πίσω έρχονταν ο Νίκος με τη Λιόλια, η θεια Ελέγκω, η Κερά Γιώργαινα, ο Ντίνος κι άλλοι δυο φίλοι κ' ένα-δυο γειτόνισσες που δεν μπορούν ποτέ να λείψουνε σαν και το Μάρτη απ 'τη σαρακοστή· μα έλειπαν οι γλωσσοφαγάνες αυτήν τη φορά. Αν δεν έβλεπες το σταυρό και τον Παππά, δε θάλεγες πως ήτονε λείψανο.

Αρβανιτιά την πλάκωσετου Δαμουλά το πύργο « — Γιώργαινα ρίξε τάρματα· δεν είν' εδώ το Σούλι. » Εδώ είσαι σκλάβα του Πασσά, σκλάβα των Αρβανίτων. » — Το Σούλι κιαν προσκύνησε κι' αν τούρκεψεν η Κιάφα » Η Δέσπω δεν το έκανε, η Δέσπω δεν το κάνει. » Δαβλίτο χέρι άρπαξε κόραις και νύμφαις κράζει. « — Σκλάβαις Τουρκών μη γίνωμε' παιδιάμ' αγκαλιαστήτε» Χίλια φυσέκια ήταν εκεί· αυτή φωτιά τους βάνει, Και τα φουσέκια ανάψανε κι' όλαις φωτιά γενήκαν.

Της Λιόλιας τα δάκρυα είχανε στεγνώσει κι άκουγε τη θεια Ελέγκω που τα λέγανε με την Κερά Γιώργαινα για μια μεγαλωσιάνα που δεν ντράπηκε να της κόψη τρεις δραχμές απ’ τα πλυστικά, επειδή λέει της λείπανε δυο πετσετάκια. Οι μικρές λεύκες από της δυο μεριές της οδού Αναπαύσεως ήτανε γεμάτες φύλλα δροσερά κι αχνοπράσινα σαν από μετάξι, που τάχαν πετάξει τώρα-τώρα καινούργια με τη δεύτερη άνοιξη.

Πώς την κατάφερε τη θεια Ελέγκω κι άφησε τη Λιόλια ; Της είπε πως θα την πάρη γυναίκα του; ή θέλησε το κορίτσι για να πάη μαζί του; Σαν ακούστηκε στη γειτονειά πως ξαναήρθε η Λιόλια στο σπίτι του χηρευάμενου απάνω στα εννιάμερα της σχωρεμένης! βγήκαν οι γυναίκες στις πόρτες τους απ’ αγνάντια και με τα δυο τους τα χέρια τραβούσαν τα μάγουλά τους κάτω απ’ τη ντροπή τους. . . Οι Χαρζανοπουλίνες αμπαρώθηκανε μην τους χυθούν τα μάτια που θε νάβλεπαν τη μουντζούρα πλάι τους. . . Η Ευρυδίκη έστριφε ολόγυρα της σαν το φίδι που κυνηγάει την ουρά του. . . Μόνο η πονόψυχη η Κυρά Γιώργαινα ερχότανε να δη τη Λιόλια κ’ η θεια Ελέγκω-μα σπάνια κι αυτή.

Τώλεγε και το ξανάλεγε αυτό το τραγούδι και μέσα στο παραλόγισμα του θατανά έχανε τους στίχους κι' έλεγε αλλ' άντ' άλλων, κι' έδινε διαταγές, σαν όταν είταν γερή: — «Κώσταινα! Εσύ να πας για ξύλα σήμερα!.... » — «Εσύ, Γιώργαινα να μάσης τα σκουτιά και να πας στο πλύμα!.. Ο Κώστας να πάη στα πρόβατα, κι' ο Γιώργης στο ζευγάρι»

Πλάκωσαν το λοιπόν αυτές όλες -που δεν πατούσαν το πόδι τους καμμιά τους στο σπίτι της Λιόλιας κ' ήρθαν τώρα τάχατες να φανούνε χρήσιμες κι αυτές σε μιαν περίσταση, γιατί πού ξέρεις πως τα φέρνει ο Θεός καμμιά φορά και σου χρειάζεται κ' εσένα η βοήθεια ταλλουνού! και πέσανε μελίσσι πάνω απ’ το παιδί: Μοίρες να το μοιράνουν, εκεί που τόχε πάρει η Κερά Γιώργαινα πάλι στα χέρια της να το ξεφασκιώση, να του βάλη λίγο γλυκοπόδιο και καινούργιο βαμπάκι πούχε φέρει απ' το σπίτι κ' έλεγαν πια η καθεμιά το μακρύ της και το κοντό της : Χριστέ μου ! για παιδί.

Της τόφερε η Κερά Γιώργαινα, σα μουδιασμένη τώρα κι αυτή απ’ τα όσα είχε ακούσει.

Ήτον αυτού δα, για την καλή της τύχη, κ'η πονόψυχη η Κερά Γιώργαινα και την εβοηθούσε στο περέχημα-η μόνη φιλενάδα της που την είχε πια σαν άλλη μητέρα: αυτή την έπιασε στα χέρια της, εκεί που ξεφώνιζε και τσάκιζε σε δυο σφίγγοντας με τα δυο της τα χέρια την κοιλιά της, και την πήγε στην κάμαρη και την έβαλε στο κρεββάτι και την παραστάθηκε. . . Σε μιαν ώρα μέσα γέννησε.