United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσα απ' τη χούφτα τούφυγε το χάλκινο κοντάρι, του πήγε αλλού το κράνος του, του πήγε άλλου η ασπίδα, κι' η χαλκοπλούμιστη άχησε τριγύρω αρματωσά του. 420

Τότες τηράει τον ουρανό και ρήχνει μια βλαστήμια «Δία, από σένα λέω θεό δεν έχει πιο γρουσούζη! 365 Είπα δα πως την απιστιά θα γδικιωθώ του Πάρη· μα δές! στα χέρια μούσπασε η σπάθα, κι' απ' τη χούφτα τίναξα τ' όπλο έτσι άδικα χωρίς νάν τον καρφώσω

Βογγούσης πάλι ο ακράτητος με τ' αγριομένο βλέμμα Τον Κομματά εφοβέρισε χουγιάζοντάς του· τρέμα. 510 Τρέμα ανάξιε, ουτιδανέ και πριν να τ' αποσώση, Απόκοτις δοκίμασε κοντά να τον τυφλώση, Με χούφτα λάσπης νερουλής που αδραχτηκά σηκόνει Του χρει τη μούρη ολάκαιρη, τα μάτια του θαμπόνει, Κακίζει τότε ο Κομματάς και στη στιμήν εκείνη 515 Χεριάζει πέτραν έβελη, και δίχως ν' αναμείνη, Προς τον οχτρό του απανωθιό πεισματικά απολνάει, Και το μηρί του το δεξί συντρίμματα σκορπάει· Μον ο Σκουζιάρης πάραυτα τον φίλο ξεδικέται·

Ένας Άγγλος προ ολίγων ημερών είχε προσφέρει εις τον Ρούντυ μια ολόκληρη χούφτα γεμάτη χρυσόν, αν ήθελε να του προσκομίση ζωντανόν τον αετιδέα· «αλλά όλα έχουν τα όριά των» είπε ο Ρούντυ. «Ο αετός δεν παίρνεται· θα ήτο τρέλλα να ρίψη κανείς τον εαυτόν του εκεί επάνω».

Τι είναι ντροπής ν' ακούσουνε αφτό και τα παιδιά μας, έτσι άδικα τέτιος λαός των Αχαιών και τόσος 120 να πολεμά ανωφέλεφτο σεφέρι με μια χούφτα μονάχα οχτρούς, κι' άκρη καμιά δε φάνηκε ως στα τώρα.

Η γλώσσα τόσο άπαστρη, φωνάζει, καθαρά Πως μόνον εις τα άντερα φωλιάζει φανερά. Η ύλαις εσωρεύθηκαν, καθόλου στην κοιλιά. Αυταίς να καθαρίσωμε, να κάμωμαι δουλιά. Καθαρτικό χρειάζεται, κι' ολίγο δυνατό· Εγώ τα καταπότια στη χούφτα τα κρατώ.

Κι' έβαλε στ' αρχοντόμορφο κεφάλι τη φαντούσα περκεφαλιά, που έτσι αγριωπή η αλογόφουντά της πας στην κορφή κυμάτιζε, και πήρε διο αντριωμένα κοντάρια που του πάγαιναν στη δυνατή του χούφτα. 139 Και ναν του ζέψει τ' άλογο τον Αφτομέδο ορίζει, 145 που τον αγάπαε πιο πολύ στερνά απ' τον λοχοσπάστη γιο του Πηλιά, και τα πιστά που τούχε, πως στη μάχη έφοδο οχτρού δε θα σκιαχτεί.

Και τότε εν τούτοις, ενώ ήμην βυθισμένος εις την αμέτρητον δυστυχίαν μου, ενόησα την ελαφράν προσέγγισιν του χερουβείμ της ελπίδος : ενθυμήθηκα όλα τα τόσον έξυπνα μέτρα μου. Επέστρεψα και έκαμα σπασμωδικάς προσπαθείας διά ν' ανοίξω το κάλυμμα. Ούτε καν το έσπασα. Επασπάτευα με τη χούφτα μου να εύρω το σχοινί της καμπάνας: δεν το ευρήκα πουθενά.

Ναι, βέβαια, τι μας μέλλει; είπε κι ο Δημητράκης γελώντας. Ό,τι χάλασε-χάλασε. Το μέλλον είνε για μας και μεις για κείνο· δεν είν' έτσι Ελπίδα; Την κύτταξε στα μάτια τρυφερά με απεριόριστη αφοσίωση. Άξαφνα της άρπαξε και τα δυο χέρια, τάσφιξε στη χούφτα του σα νάσφιγγε βώλο χρυσάφι. — Να σου ειπώ κατιτί, Ελπίδα; τη ρώτησε κοντοζυγώνοντας.

Η βασίλισσα τουρανού, που μέχει υγρό δοξάρι της, και μηνύτρα, θέλει να τα αφήσης όλα, και νάρθης σε τούτη την χούφτα χλωρασιά, καθ' αυτό εις τούτον τον τόπο, να κάμετε χαρές με την υψηλή της χάρη. Με βία πετούν τα παγώνια της. Σίμωσε, πλούσια Δήμητρα, να την προϋπαντήσης. Μπαίνει η ΔΗΜΗΤΡΑ.