United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά πώς τα έπραξεν αυτά, ενώ δεν είνε και πάρα πολύ ανδρείος; ΚΥΚΛ. Όταν επέστρεψα από την βοσκήν ευρήκα εις την σπηλιάν μου μερικούς οι οποίοι προφανώς είχαν έλθει διά να κλέψουν πρόβατα.

Και τότε εν τούτοις, ενώ ήμην βυθισμένος εις την αμέτρητον δυστυχίαν μου, ενόησα την ελαφράν προσέγγισιν του χερουβείμ της ελπίδος : ενθυμήθηκα όλα τα τόσον έξυπνα μέτρα μου. Επέστρεψα και έκαμα σπασμωδικάς προσπαθείας διά ν' ανοίξω το κάλυμμα. Ούτε καν το έσπασα. Επασπάτευα με τη χούφτα μου να εύρω το σχοινί της καμπάνας: δεν το ευρήκα πουθενά.

Και όμως ωρκίσθην σήμερον το πρωί να μην υπάγω εκεί πέρα, και όμως πηγαίνω κάθε στιγμήν εις το παράθυρον, διά να ίδω πόσον υψηλά είναι ακόμη ο ήλιος. Δεν ημπόρεσα να κατανικήσω τον εαυτόν μου, έπρεπε να υπάγω έξω προς αυτήν. Ιδού, επέστρεψα Γουλιέλμε, θα φάγω το βουτυρόψωμο ως δείπνον, και θα σου γράψω.

Όλη αυτή η ιστορία δεν ήτο δυνατόν, εννοείται, να διατηρηθή πολύ εις την διάνοιαν παιδίων, και μετ' ολίγας εβδομάδας είχε λησμονηθή εντελώς, όπως ελησμονήθη βαθμηδόν και ο Αλέξανδρος. Ετελείωσα το ελληνικόν σχολείον, ετελείωσα το γυμνάσιον, μετέβην εις το πανεπιστήμιον, κατόπιν εις την Ευρώπην, και μόνον ότε επέστρεψα, μετά χρόνους πολλούς, τον απήντησα μίαν ημέραν καθ' οδόν.

Επέστρεψα ταχέως εις το πλοίον, διότι δεν υπέφερα να βλέπω τα θεάματα εκείνα και αποχαιρετίσας τον Ναύπλιον απέπλευσα. Μετ' ολίγον εφάνη πλησίον η νήσος των ονείρων, η οποία μόλις διεκρίνετο, ως να την περιέβαλλεν ομίχλη. Είχε δε και αυτή κάτι παρόμοιον προς τα όνειρα, διότι όσον επλησιάζαμεν εφαίνετο ως απομακρυνομένη και φεύγουσα.

Εγώ επέστρεψα χαρούμενος και ο πυρετός μου είχε παύσει• ανάγγειλα δε εις όλους ότι μετ' ολίγον θ' αποθάνη ο Δημύλος• ήτο δε ο Δημύλος γείτονάς μας και ησθένει, ως ελέγετο. Μετ' ολίγον τωόντι ηκούσαμεν αναφωνητά• είχεν αποθάνει και τον εμοιρολόγουν. Τι το παράδοξον; είπεν ο Αντίγονος, εγώ γνωρίζω ένα ο οποίος μετά είκοσι ημέρας από της ταφής του ανέστη.

Δυστυχώς το υποδηματοποιείον είχε κλείσει. Επλησίαζεν ογδόη ώρα· δύο ώρες νύκτα. Επέστρεψα εις του Τσαμασφόρου. — Κωσταντή, δεν ηύρα τον ανεψιό μου. Ο μάστορής του έκλεισε από νωρίς. Ήθελα να του πω, να πη χαμπάρι στο σπίτι. Δεν συμφέρει να πάω ο ίδιος εκεί. θα φωνάζουν η αδελφές μου: «Πού θα πας τέτοια ώρα», και τα λοιπά. Μιζέριες γυναικών . . . Ακούς να σου πω; . . . — Λέγε.

Όταν δε επέστρεψα και είχομεν δειπνήσει και επρόκειτο να πλαγιάσωμεν, τότε μου λέγει ο αδελφός μου ότι ήλθεν ο Πρωταγόρας. Έπειτα όμως εσκέφθην ότι είναι πολύ προχωρημένη η νυξ· ευθύς δε που ο ύπνος με ελάφρωσεν από τον κόπον, αμέσως εσηκώθην και εκίνησα να έλθω εδώ. Και εκείνος, αφ' ου εγέλασεν, είπε: — Ναι, μα τους θεούς, Σωκράτη, διότι μόνος του βέβαια είναι σοφός, δεν κάμνει δε και εμέ σοφόν.

Μετά πολλά έτη, όταν ξενιτευμένος από μακρού επέστρεψα εις το χωρίον μου, κ' επεσκέφθην τα χωρία εκείνα, τα προσκυνητήρια των παιδικών αναμνήσεων, δεν εύρον πλέον ουδέ τον τόπον ένθα ήτο ποτε η Δρυς η Βασιλική, το πάγκαλον και μεγαλοπρεπές δένδρον, η νύμφη η ανάσσουσα των δρυμώνων.

Επέστρεψα εις την οικίαν πλήρης ταραχής και αδημονίας. Ένευσα εις την μητέρα μου, όπως εξέλθη του δωματίου, και ειπών δι' ολίγων λέξεων τα τρέχοντα την ηρώτησα εάν νομίζη ότι δυνάμεθα να μετακομίσωμεν τον πατέρα μου. Με έλαβεν εκ της χειρός, με ωδήγησε παρά την κλίνην και μου έδειξε σιωπώσα τον ασθενή.