United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοιαν ώρα να σου ανοίξω εγώ πόρτα; Μην τα έχεις χαμένα; — Θα μου ανοίξης, είπεν ισχυρογνωμόνως ο ψευδής Μάχτος. — Εγώ; Μην είσαι τρελλός; Και πού θα πας; — Φέρε τα κλειδιά, γέρο, και μη μου κάνης το δύσκολο. — Εγώ κλειδιά; Τέτοιαν ώραν μεσάνυκτα! — Εχάθης, σ' εσκότωσα, δος μου τα κλειδιά γρήγορα. Αν φωνάξης, σε πνίγω.

Και καθώς πολεμούσα να σαλέψω, ν' απλώσω τα χέρια, ν' ανοίξω το στόμα, και να φωνάξω πως τακούγω τα σπαραχτικά της τα λόγια, κατέβαιναν άλλα λόγια πιο τρομερώτερα και ταποσβόλωναν το κορμί μου.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ μόνος και μετά μικρόν ο ΜΑΘΗΤΗΣ του Σωκράτους: ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα η πλάτη μου ακόμα δεν θ' αφήσω να φάη χώμα. Ε, παιδί! . . . . παιδί! . . . . παιδάκι! . . . . ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Στρεψιάδης Φείδωνος, απ' το δήμο Κικυννής. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Πρέπει μόνο αγράμματος, μα τον Δία, νάν' κανείς για να μου κλωτσά τη θύρα τόσο πρόστυχα ν' ανοίξω, την ιδέα που γεννούσα να με κάνη ν' απορρίξω.

Και θα την ανοίξω διά να σ' ελευθερώσω, είπεν η Βεάτη. — Ω, Θεέ μου! είπε μετ' ελπίδος η άγνωστος. — Δύο ή τρεις ημέρας υπομονήν. — Αλλ' ειξεύρω αν θα μείνω εδώ; — Πώς; Θα σε μεταφέρουν αλλού; — Δεν ειξεύρω τίποτε. — Αν σ' εβγάλουν ή ημέραν ή νύκτα, εγώ θα τρέξω κατόπιν. — Ω, ευχαριστώ, είπεν η άγνωστος. — Μη σε μέλη, είπεν η Βεάτη. Έλπιζε. — Ελπίζω.

Γιατί, καϋμένη Αναστασιά, γιατί περδικοστήθω; Τώρα οπού εμεγάλωσες κι' άνθισε η ωμοφιά σου Και χύνει μέσ' τα τρίστρατα τη μοσχομυρωδιά της, Σ' άλλον να σ' έχουν τάξιμο, κ' εμέ να μ' απαριάσης Οπού σε πρωταγάπησα από μικρή μικρούλα, Κι' ούτε της βρύσης τώλεγα, ούτε της συντροφιάς μου, Ούτε και της φλογέρας μου, του φεγγαριού, του ήλιου, Μόν' 'ςτήν καρδιά, το φύλαγα σαν θησαυρό κρυμμένο, Και με μια ελπίδα τώτρεφα, πότε να μεγαλώσης, Πότε να δώση ο Απρίλης σου, ν' ανθίση η ωμορφιά σου, Να σε ζηλεύουν κ' η Ξωθιαίς, 'ςτή βρύσι εδώ να σ' εύρω, Για να σ' ανοίξω την καρδιά, να ιδής πούσαι κυρά της, Και σ' είσαιάλλον τάξιμο κ' εμένα μ' απαριάζεις: — Μήτρο, 'ςτά λόγια σου γραφτή ξανοίγω την καρδιά σου, Μαάλλον μ' έχ' η μάνα μου από μικρή ταμμένη.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Λοιπόν ας σε ανοίξω παράθυρον, να έμβη φως, και η ζωή να έβγη! ΡΩΜΑΙΟΣ Υγείαινε, αγάπη μου· ένα φιλί και φεύγω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αναχωρείς, ω άνδρα μου, αγάπη μου, ψυχή μου! Θέλω να έχω νέα σου κάθε στιγμήν και ώραν πλην μήνας θα μου φαίνεται κάθε στιγμή μακράν σου. Ω! με το μέτρημα αυτό χρόνια πολλά θα γείνουν, ως που και πάλιν να ιδώ τον ακριβόν μου άνδρα.

Να μεγαλώση, να την βρω 'ςτό ξέφωτο μια μέρα Να της ανοίξω την καρδιά και να τήνε φιλήσω ... Σήμερα που την εύρηκα ναρχέται από τη βρύσι Και της εγύρεψα φιλί 'ςτά μαύρα της τα μάτια, Εκείνη μου τ' αρνήθηκε, και μούπε αλλού να στρέψω, Γιατί την έχ' η μάνα της μικρούλ' αλλού ταμμένη ... Γι' αυτό θα πάρω τα βουνά, θα πάω να γίνω κλέφτης, Κ' εγώ, που την αγάπησα, εγώ θα να την πάρω.

Σύντροφο, μου απαντά με θυμό, για να σου ανοίξω τα μάτια. Τόρα εκατάλαβα! Δεν είχε μόνον μανία στο άλλαγμα παρά κάτι περισσότερο. Ήθελε να φαίνεται στη σκούνα μοναχός καραβοκύρης. Τον έτρωγε το εγώ του. Τόσο εξιπάσθηκε με το καπετανλίκι ο χοντροναύτης που επίστεψε πως ήταν πορφυρογέννητος. Όλα τα ήξευρε και όλα τα ώριζε. Γη, θάλασσα, ουρανός, πλεούμενα όλα δικά του.

Είμουνα εγώ το βασιλόπουλο που έπρεπε ν' ανοίξω τον πύργο που έκλεινε μέσα τη χαρά. Είμουνα εγώ το παλληκάρι που έμαθα να κάνω το καλό ως και στα μικρούλια τα μερμήγκια, και που προσμένω την πλερωμή τους μια μέρα, σα θα τα χρειαστώ για το τρανό στοίχημα της Πεντάμορφης του κόσμου.

Σαν την είδε η χήρα μπήζει πάλι τις φωνές: — Δεν έρχεσαι να συμμαζέψης τον άντρα σου, Κυρα-Νικόλαινα! τι με πήρε εμένα και ήρθε να μου πιάση το μάγουλο! Ακούς εκεί να μου πη να του ανοίξω την πόρτα τη νύχτα! Θα τον σκοτώσω... Έκανε να μιλήση ο Κυρ-Νικολάκης, μα πού να βρη αράδα. Άφριζε τώρα κ' η γυναίκα του, άφριζε κ' η ξένη.