United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Φραγκογιαννού εγκατεστάθη, όπως και την προλαβούσαν νύκτα, σιμά εις την γωνίαν της εστίας, όπου εύρε και το καλάθι της. Εξάναψε την φωτιάν, έβαλε νερό στο 'μπρίκι, και κατεγείνετο να βράση βότανα, το οποία έβγαλε από τον κόλπον της.

Και το άσμα, με το οποίον συνοδεύουν την όρχησιν, είνε επίκλησις προς την Αφροδίτην και τους Έρωτας, τους οποίους καλούν να λάβουν μέρος εις το άσμα και την όρχησιν αυτών, το δε άλλο άσμαδιότι δύο άσματα τραγουδούνδιδάσκει και πώς πρέπει να χορεύουν• εμπρός παιδιά το πόδι, λέγει το τραγούδι, κι' ας βράση ο χορός. Ανάλογα κάμνουν και οι χορεύοντες τον λεγόμενον όρμον.

Μαζί με τους άλλους κ' οι Αρειανοί της Έδεσας, με το να είχαν κάμει κι αυτοί μερικές αταξίες. Τους άρπαξε ο Ιουλιανός χρήματα και χτήματα· άλλα μοίρασε στους στρατιώτες του, κι άλλα δήμεψε, λέγοντας περιπαιχτικά πως τώρα θαπολάψουν την ουράνια τη βασιλεία. Σε τέτοια βράση απάνου παράξενο δεν είναι που πήραν οι φίλοι του τον κατήφορο.

Αφήκε δίχως την παραμικρή συμμάζεψη τολόζεστό της αίμα και πήρε βράση και βράση. Τονε δαιμόνιζε ο φλογερός ο ανασασμός της, τα ολοκόκκινα μάγουλα, τα σύνυγρα μάτια. Δολώματα όλα λογαριασμένα με τετραπέρατη τέχνη, μα όχι και με το ζόρι φερμένα. Όση γνωρισιά κι απόφαση απομέσα, άλλη τόση γλύκα και τρυφερωσύνη απέξω.

Μα κι' έτσι δεν αστόχησε τα λόγια του Μενέλα, Μον τρέχει ομπρός, και τ' άρματα σ' ένα συντρόφι αφήκε, στα Λαοδόκο, που κοντά του γύρναε τα γοργά άτια. Έτσι, λεβέντη Αντίλοχε, στα δάκρια βουτημένο 700 μακριά οχ τη βράση και σφαγή σε πάγαιναν τα πόδια να δώσεις στου Πηλιά το γιο τα θλιβερά μαντάτα.

Τα βλαστήμια, οι κλάψες αυξάνουν ολόγυρά του· η καρδιά του φουσκόνει. Τούρχεται πολύ κακό, πολύ κακό· έτσι να βλαστημήση κι αυτός, να κολαστή, να μη λυώση αύριο μεθαύριο που θα πεθάνη, να βράση η ψυχή του σε καζάνια με πίσσα στον αιώνα τον άπαντα. Αλλ' όχι δε κάνει, αυτό δε γίνεται. Η δυστυχία, το κακό πού αλλού θα πάη παρά στον άνθρωπο; Πρέπει να το δοκιμάση κι αυτό το κακό ακόμα.

η χύτρα. . . έλα έξω συ. . . μουντζούρα είσαι γεμάτη, μα το θεό, λες κ' έτυχε να βράση τη μπογιά του ο Λυσικράτης μέσα σου, που βάφει τα μαλλιά του. —Πέρνα κοντά της τώρα συ, και στάσου για στολίστρα. . . —και φέρε και τη στάμνα συ η νεροκουβαλίστρα. . . —άλλος κεριά να φέρη. . . —και τα κλωνάρια της εληάς, οπού φορούν οι γέροι. . .

Κι' ο Γλάφκος, τ' Απολόχου ο γιος, των Λυκιωτώνε ο πρώτος, μέσα στη βράση της σφαγής καρφώνει το Βιφίνο, του Δέξη γιοότι πήδηξε μες στο γοργό του αμάξι15 στον ώμο, κι' έπεσε νεκρός μέσα απ' τ' αμάξι χάμου. Και σαν τους πήρε μυρουδιά του Δία η θυγατέρα θεά Αθήνα, πως λιάνιζαν τους Αχαιούς στη μάχη, χύθηκε τότε απ' την κορφή την Ελυμπήσα κάτου να πάει στον κάμπο τον πλατύ.

Δεν τω είναι όμως επιτετραμμένον να ευχηθή ευτυχίας δι' αυτόν μόνον, αλλ' εύχεται υπέρ της ευημερίας όλων των Περσών και του βασιλέως, διότι και αυτός αποτελεί μέρος της ολότητος των Περσών. Αφού δε διαχωρίση εις τεμάχια το θύμα, και βράση τα κρέατα, καταθέτει αυτά επί χόρτων τρυφερών, προ πάντων όμως επί τρυφυλλίων.

Φοβάται το χιόνι ο παπάς. Από τη χρονιά που ήλθε και τον έκλεισε το χιόνι, έκοψαν τη γιορτή. Ούτε άλλος κανένας άνθρωπος ήρθε. Ούτε η θεια Μυγδαλίτσα. Και δεν έχομε και λίγο λάδι ν' ανάψουμε τα κανδήλια. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι όσο να βράση το φαή. Εσύ, μικρέ, να κάμης ένα καλό τζουρβά. Θα φάμε τα μεσάνυχτα. Χριστούγεννα τα λένε αυτά. Τι λες Κουτσογεώργη;