United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πυρ έφθινεν εις την εστίαν, ο λύχνος ετρεμόφεγγεν εις το μικρόν φάτνωμα, η λεχώνα ελαγοκοιμάτο επί της κλίνης· το βρέφος έβηχεν εις το λίκνον, και η γραία Φραγκογιαννού, όπως και τας προλαβούσας νύκτας, ηγρύπνει επί της στρωμνής της. Ήτον περί το πρώτον λάλημα του πετεινού, οπότε αι αναμνήσεις έρχονται εν είδει φαντασμάτων.

Η μάνα της της έδωκε να πίη το φάρμακον, το οποίον είχε παρασκευάση η Φραγκογιαννού. — Κουράγιο, κοπέλλα μ', είπεν αύτη με πραείαν φωνήν. — Πού βρέθηκες εδώ; είπεν η λεχώνα. Την εκύτταζε με απορίαν, κ' εδυσκολεύετο να την αναγνωρίση. — Ο Θεός μ' έστειλε, είπε μετά πεποιθήσεως η Γιαννού. — Καλά που ήρθες, εδήλωσε τότε και η γραία.

Εδοκίμασε να δώση μίαν κουταλιάν, εις τα χείλη του μωρού. Το μικρόν εγεύθη το ρευστόν, και μετά μίαν στιγμήν πάλιν το εξέρασε. Η λεχώνα εκινήθη επί της χαμηλής και στενής κλίνης. Φαίνεται ότι δεν εκοιμάτο καλά. Ήτο μόνον ναρκωμένη, και είχε κλειστά τα βλέφαρα. Ήνοιξε τα όμματα, ανεσηκώθη δύο ή τρεις δακτύλους άνω του προσκεφάλου, και ηρώτησε·Πώς πάει, μάνα;

Δεν είχεν έρθει 'δω η Αμέρσα; Μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή της μέσ' τον ύπνο μου, είπεν η λεχώνα. — Ας πάη να την φωνάξη, είπεν η γραία, νεύουσα με τον κανθόν του όμματος προς τον γαμβρόν της. — Κωσταντή, πας να φωνάξης την Αμέρσα; είπεν η λεχώ προς τον σύζυγόν της. — Πάω. Ακούς, λέει! . . . Ωχ! κρίμα, ζάβαλε! Καλά που το βαφτίσαμε κι' όλας.

Άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά, όσες ψυχές βρίσκονταν στο χωριό, εξόν μία λεχώνα κι' ένα βρέφος αβάφτιστο ακόμα, είταν συμμαζωμένοι μέσα στην ταπεινή εκκλησούλα κι' ακουρμαίνονταν με κατάνυξη το χαρμόσυνο τροπάρι: «Η γ έ ν ν η σ η σ ο υ Χ ρ ι σ τ έ ο Θ ε ό ς... »

Η Αριστούλα ξερή κοιτάμενη, τίποτε δεν άκουσε απαφτά. Η Θεια-Χρηστίτσα του αντιλόγησε. — Πού θα το πας, Τρύφο μ'; Πού θα το πας γιέμ', στα χιόνια μέσα το μωρό;.. Της έβαλε ένα γρούπο χρήματα στο χέρι. — Πάρε, της λέει, για το γιατρό... Λεχώνα είνε, προφύλαξη θέλει... Να την καλόχης με το παραπάνου, γριά, τόρα μέσα στα κρύα... Ακούς;.. Εγώ παγαίνω. Για το παιδί ένια σας.

Τότες άρχεψε να ψευτίζη και την τέχνη του λίγο ο Ζώης, για να κερδαίνη πλιότερα. Η λεχωνιά όμως της γυναίκας του δεν επήγαινε καλά. Είχεν ανάψει θέρμη βαριά 'ςτό κορμί της, κι' οι γιατροί πούχε καλέσει ο Ζώης, οι καλλύτεροι γιατροί των Γιαννίνων, έφευγαν από το σπίτι του με κατεβασμένα φρύδια. Κάποτε κι' όλας φανέρωσαν σε κάποιον 'ςτή γειτονιά ότ' η λεχώνα κιντύνευε.

Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως, και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλαύματα. Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κ' έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής. — Ε! θα σκάσης; είπε. Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους, Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου.

Η λεχώνα εκοιμάτο, του μικρού θυγατρίου ηκούετο η αναπνοή μέσα εις την σκάφην την χρησιμεύουσαν ως λίκνον, υπό το στέφανον του βαρελιού το ανέχον υψηλά έν λεπτόν πανίον.

Αλλά τώρα ο συλλογισμός της διετυπούτο καθαρά. «Πού άλλου θα είμαι πλέον ασφαλής, για την ώρα, παρά εδώ; Οι ταχτικοί ποτέ δεν θα πιστεύσουν ότι ξαναήλθα πάλιν προς το ίδιο μέρος, που με είχαν ευρή χθες, και μ' εκυνήγησαν. Ο Γιάννης κοιμάται στο μανδρί του. Στο καλύβι θάναι η λεχώνα, κ' η γρηά. Την νύκτα χθες, από τον σαστισμό κι' από τη βία μου, ξέχασα εκεί το καλαθάκι μου.