United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τις δουλιές, την υπακουή, την πάστρα, τη λιγολογιά. Τις δικές της δεν τις σκέφτηκε καθόλου. Ούτε στο παραθύρι βγήκε, ούτε στους δρόμους. Μόνον την πρώτη Κυριακή ζήτησε να βγη για να συνάξη κάτι πράματά της, λέει. Η κυρία Μαχαλά κούνησε το κεφάλι. Πάει! δε θα την ξαναϊδή. Μα η Ασημίνα γύρισε το βράδυ και νωρίςνωρίς μάλιστα. Και από τότε δεν το πάτησε τα κατώφλι. Έλα Χριστέ και Παναγιά!

Με κωμικώτατη και, κυρίως, συμβολική πλοκή, βγαίνει στο φως η θαμμένη από τους θεούς Ειρήνη, για να εξυμνηθούν αμέσως τα αγαθά της. Η μετάφραση έγινε από τον Μ. Αυγέρη. Σφήκες: Στην κωμωδία του αυτή ο Αριστοφάνης σατυρίζει τη μανία που είχαν οι Αθηναίοι για δικαστήρια και δίκες κ’ επί πλέον παρουσιάζουν τα ηθικά και κοινωνικά άτοπα της τότε δικαστικής καταστάσεως.

Μα άχρηστοι οι όρκοι έτσι δεν παν και των αρνιών το αίμα, κι' οι άδολες δεξές σταλιές που παίρναμε όλοι θάρρος. Γιατί κι' αν δεν παιδέψει εφτύς ο Δίας, μα παιδέβει 160 ύστερα αργά, και με βαριές ζημιές ξεπαγαδιάζουν, με τις δικές τους κεφαλές, τα γυναικόπαιδά τους.

Και όταν φάνηκε να τα έχει πει όλα, όλη την περασμένη δυστυχία, όλη τη λάμψη που υποσχόταν το μέλλον, τότε μίλησε κι εκείνη, αλλά σιγά, ανασηκώνοντας μόλις τα μάτια, σαν να μιλούσε μόνο με αυτά. «Μην το σκέφτεσαι τόσο Έφις, μην ανακατεύεσαι περισσότερο στις δικές μας υποθέσεις.

Τότες γυρίζει κι' απαντάει ο δυνατός Διομήδης «Σ' ένιωσα, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα, 815 και λέφτερα θενά σ' το πω, το λόγο δε θα κρύψω. Εμένα φόβος άκαρδος δε μ' έπιασε και δείλια, παρά δικές σου συμβουλές έχω στο νου μου ακόμα.

Ποια ιστορία στην εξομολόγηση του γεμάτου τύψεις Ακαδημαϊκού σ' έκανε να γελάσης; Πες μου την. Τώρα, που έπαιξα Chopin, νοιώθω σαν να έκλαψα για αμαρτίες που ποτέ δεν έκανα και σαν να μυρολόγησα πάνω σε τραγικές ιστορίες που δεν ήτανε δικές μου. Η μουσική πάντα μου φαίνεται πως κάνει αυτήν την εντύπωση.

Γιατί μαθές οι Τουρκοπούλες να τραγουδούνε μεγαλόφωνα σαν ταηδόνια, κ' οι δικές μας χαμηλά χαμηλά και συμμαζεμένα σαν τις τρουξαλλίδες; Θαρρώ πως το μάντεψες, και πως με πίκρα μου το ξηγάς, πως της ρωμαίικης της ψυχής η χαρά προβάλλει στον κόσμο με προφύλαξη και με πάτημα μετρημένο, μην τύχη και την αρπάξη, και την πνίξη κανένας.

Περνώντας μπροστά από το σπίτι του ντον Πρέντου φώναξε τη Στεφάνα και της είπε ότι έπρεπε να φύγει για δικές του δουλειές και ότι δεν ήξερε πότε θα γυρίσει. «Πες μου τουλάχιστον πού πας.» «Στο ΝούοροΔυο μέρες του πήρε μέχρι που να φτάσει στο Νούορο. Ανηφόριζε σιγά σιγά, με σύντομα διαλείμματα, πέφτοντας στην άκρη του δρόμου όταν κουραζόταν. Έκλεινε τα μάτια, αλλά δεν κοιμόταν.

Κι' όταν έφτασε στου θεϊκού Δυσσέα το τρεχαντήρι, οπούκαναν τις συντυχιές και δίκες κι' οπούχανε και τους βωμούς χτισμένα των θεώνε, να! άξαφνα ομπρός του ο Βρύπυλος, του Βαίμου θεοπαίδι, από τη μάχη, στο μερί σαϊτολαβωμένος, 810 προβάλλει εκεί κουτσαίνοντας, και κρύος τούτρεχ' ίδρος κάτου οχ τα ραχοκέφαλα, κι' απ' τη βαθιά πληγή του ανάβρυζε αίμας μελανό, μα ο νους του βάσταε ακόμα.

Η Τέχνη δεν εκφράζει ποτέ τίποτε άλλο παρά τον εαυτό της. Έχει ανεξάρτητη ζωή, ακριβώς όπως η Σκέψη, κι αναπτύσσεται σκέτα πάνω στις δικές της γραμμές. Δεν είναι κατ' ανάγκην ρεαλιστική σε μιαν εποχή ρεαλισμού, ούτε πνευματική σε μιαν εποχή πίστεως.