United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τακτοποιούσε μερικά παιγνιδάκια που είχε ετοιμάσει για τα μικρά της αδελφάκια ως δώρα των Χριστουγέννων.

Τώρα, Δυσσέα, ορίζω αφτό και σ' τ' αναθέτω εσένα· διάλεξε νιους μες στο στρατό, αρχόντων γιους, και φέρε τα δώρα οχ το καράβι μου, όλα όσα τ' Αχιλέα εχτές ρητά του τάζαμε, και φέρτε τις γυναίκες. 195 Κι' ο κράχτης μου μες στον πλατύ τον κάμπο ας ετοιμάσει καπρί, που εφτύς να σφάξουμε στο Δία και στον Ήλιο

Ο Θεός να τα φυλάξη τα καϋμένα τα μικρά. Ξέρεις ποια είνε αυτή η μικρούλα; Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ. — Ποια; ΛΕΛΑ — Η κόρη του Τάσσου. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΤελείωσέ μου αλήθεια την ομιλία που μου άρχισες. Έλα κάθισε εδώ κοντά μου. ΛΕΛΑΒλέπω σούχουν ετοιμάσει πια για την απαγγελία σου. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΜη μου αλλάζης κουβέντες. Η απαγγελία μου δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου.

Νόμιζα πως η λύπη για το παιδί σας. . . Εσύ δεν είσουνα άξιος λύπης. Σου είχα ετοιμάσει ένα δρόμο που θα σ' έφερνε, αν ήθελες να τον ακολουθήσης, σε μια υπέροχη κοινωνική θέση. Χρήματα για σένα μπορούσα να ξοδέψω όσα κι ά μου ζητούσες, αν ήθελες να σπουδάσης, να γίνης ένας επιστήμονας. Είχαμε ανάγκη ν' ανέβουμε πιο αψηλά στην κοινωνία απ' ό,τι είμαστε τώρα. Εσύ δε θέλησες να το νοιώσης ποτέ αυτό.

Ταυτοχρόνως δε η Μιλάχρω, ως είδομεν, υπολογίσασα ότι η θυγάτηρ αυτής είχεν ετοιμάσει πλέον τον μπακλαβάν και την βασιλόπητταν, από πρωίας μόνη της παλαίουσα, η φιλόπονος κόρη, εκόλλησε τελευταίον τον φούρνον διά λογαριασμόν της, αποδιώξασα τας αναμενούσας με τα ταψία γυναίκας κ' εφώνησεν: — Άιντε Χρυσώ!

Εκείνος όστις ήλθε να πληρώση τον Νόμον και να θέση Νόμον υψηλότερον κατ' αυτού, περί Ου όλοι οι Προφήται είχον μαρτυρήσει, δι' Ον ο Ιωάννης είχεν ετοιμάσει την οδόν, ο Λαλών ως ουδέποτε άνθρωπος ελάλησεν, όστις εποίησεν έργα οία ουδείς άλλος εποίησεν από καταβολής κόσμου, όστις εκύρου όλους τους λόγους Του και παρείχε σημασίαν εις όλας τας πράξεις Του διά της αμώμου καλλονής αναμαρτήτου βίου, όντως την αλήθειαν ελάλει όταν έλεγεν ότι είνε έν μετά του Πατρός και ότι είνε Υιός του Θεού.

Μετ' ολίγον ο ιερεύς εσηκώθη και όλοι τον εμιμήθησαν. Ήτο καιρός ν' απέλθουν. Η Πηγή είχεν ήδη ετοιμάσει «πάπυρον», τυλίξασα ύφασμα εις ξύλον και εμβαπτίσασα αυτό εις το έλαιον και αφού τον ήναψε τον προσέφερεν εις τον Σαϊτονικολήν, όστις ούτω προηγήθη φωτίζων τον δρόμον εις τους οικείους του. Ο Μανώλης ηκολούθει κλονούμενος και παραληρών εκ της μέθης.

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη και συ το γνωρίζεις; κι έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς; μη όπου σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις, δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ' ότι ρωτάς; Κι ό τι σ' έχει μαγέψει κι ό τι σου έχει γελάσει το έχεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;