United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφτοί έτσι τότες παίρνουνε την αμμουδιά άκρη άκρη του πολυτάραχου γιαλού, πολλά περικαλώντας της γης το σείστη Ποσειδό το θάμα του να κάνει και την περήφανη ψυχή να πείσουν τ' Αχιλέα.

Και πρώτος ο παλικαράς γιος είπ3 του Μενοίτη 605 «Γιατί, Αχιλέα, μ' έκραξες; τι θες και με γυρέβεις

Πώς ζέβεις βόδια ασερνικά μεγάλα κουτελάτα 495 και τρίβεις σταροκρίθαρο σε μαρμαρένια αλώνια, κι' εφτύς λιανό όλο γίνεται απ' των βοδιών τα πόδια· έτσι και τ' άπιαστα άλογα του ξακουστού Αχιλέα νεκρούς πατούσαν κι' άρματα, κι' όλο τ' αξόνι κάτου κι' οι αμαξόγυροι είτανε πασπαλισμένοι μ' αίμας 500 απ' τις σταλιές που των τροχών πετούσαν τα στεφάνια και τ' αλογόνυχα.

Και πια σα χόρτασαν καλά γερό με φαγοπότι, γνέφει του γερο-Φοίνικα ο Αίας· και θωρώντας αφτό ο Δυσέας, ξέχειλο γιομίζει το ποτήρι με το κρασί, και χαιρετάει το θεϊκό Αχιλέα «Για σου, Αχιλέα! Αρχοντικό τραπέζι δε μας λείπει 225 και στην καλύβα κάτου εκεί του βασιλιά Αγαμέμνου, τώρα κι' εδώ· τι έχει πολλά να φάμε όπως ποθούμε.

Έτσι είπε, και του τ' άγγιξε τα σπλάχνα μες στα στήθια, και ξεκινάει απ' τα πλοία ομπρός να πάει στον Αχιλέα 805 τρεχάτος.

Και σαν τον είδε από ψηλά ο συγνεφιάστης Δίας 198 πως τ' άρματα τότε έβαζε του θεϊκού Αχιλέα, μες στην καρδιά του λάλησε κουνώντας το κεφάλι 200 «Α δόλιε, μηδέ καν σου πάει στο χάρο ο νους, που σ' έχει από κοντά, παρά άλιωτη αρματωσά μού βάζεις παλικαριού κοσμάκουστου που τόνε τρέμουν κι' άλλοι· που βλάμη τού θανάτωσες λεβέντη κι' αντριωμένο και την αρματωσά άπρεπα από κεφάλι κι' ώμους 205 του πήρες.

Και τότες φτάνει ο Πάτροκλος μπροστά στον Αχιλέα χύνοντας δάκρια φλογερά, σα βρύση βουρκωμένη π' απ' ορθολίθι τα θολά κατρακυλάει νερά της.

Και κάλια μου εδώ ή τον Αχιλέα να σφάξω κι' έτσι νικητής στο κάστρο να γυρίσω, ή διαφεντέβοντάς το εγώ να πέσω και σαν άντρας110

Και σα θυμήθηκαν κι' οι διο, ο ένας τους το γιο του θρηνούσε, στ' Αχιλέα ομπρός τα πόδια 'να κουβάρι, 510 πικρά κι' ο άλλος έκλαιγε το γέρο του, ή και πάλι το βλάμη του, κι' οι στεναγμοί παντού τριγύρω αχούσαν.

Τότες του λέει ο Νέστορας ο γερο-αλογολάτης «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, τώρα άξια δώρα και καλά προσφέρνεις τ' Αχιλέα. Μον έλα προεστούς διο τρεις ας στείλουμε, π' αμέσως 165 να παν ως στην καλύβα του κι' εκεί ναν τον συντύχουν. Μα στάσου, εγώ θα πω σας πιούς, κι' αφτοί όχι ας μη μας πούνε.