United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' εις τους Παφλαγόνας εφαίνετο και ο αφρός εκείνος ως θείον τι. Ο Αλέξανδρος είχε προς τούτοις προ πολλού κατασκευάση μίαν κεφαλήν όφεως από ύφασμα, η οποία είχε τι το παρεμφερές προς την ανθρωπίνην μορφήν και ήτο χρωματισμένη φυσικώτατα, τη βοηθεία δε ιππείων τριχών ήνοιγε και έκλειε το στόμα και προέβαλλε γλώσσαν μαύρην και διχασμένην, όπως του δράκοντος, η οποία ομοίως εσύρετο διά τριχών.

Και εδείκνυαν το άδειον εργαλείον, διότι εφαντάζοντο ότι οι άλλοι έβλεπαν το ύφασμα. — Τι τρέχει; εσυλλογίζετο ο βασιλεύς. Δεν βλέπω τίποτε! Φρίκη! Είμαι κουτός; Δεν είμαι άξιος να είμαι βασιλεύς; Τι έπαθα! Και επρόσθεσε δυνατά: — Είναι πολύ καλόν! Μας ευχαριστεί εις άκρον!

Με τα χέρια ενωμένα, μπήκαν στο δωμάτιο των γυναικών. Η μητέρα και η κόρη, καθισμένες σ' έναν καναπέ, κεντούσαν με χρυσή κλωστή ένα πλούσιο ύφασμα της Αγγλίας και τραγουδούσαν κάποιον παληό σκοπό: έλεγαν πώς η ωραία Δοέττη, καθισμένη στον άνεμο κάτω από τον άσπρο βάτο, πεθυμάει και περιμένει το φίλο της, το Ντον, που τόσο πολύ αργεί νάρθη.

Από μονοκόμματον δε ξύλον ας αφιερώνη έκαστος ό,τι θέλει, και από μάρμαρον επίσης εις τα κοινά προσκυνήματα. Ύφασμα δε όχι περισσότερον από όσον υφαίνει μία γυνή εις ένα μήνα. Τα δε λευκά χρώματα και εις άλλα μέρη αρμόζουν διά τους θεούς και προ πάντων εις τα υφάσματα.

Όχι μόνον τα χρώματα και τα σχέδιά των, έλεγαν, είναι τα ωραιότερα οπού γίνονται, αλλά το ύφασμά των έχει την περίεργον ιδιότητα να γίνεται άφαντον δι' εκείνους μόνον τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι ή όλως διόλου παλαβοί, ή ανάξιοι διά την θέσιν την οποίαν κατέχουν. — Αυτό το ύφασμα θα κάμη περίφημα φορέματα, είπε μέσα του ο βασιλεύς.

Ήρχισε λοιπόν να επαινή το ύφασμα, το οποίον δεν έβλεπε, και να θαυμάζη τα λαμπρά χρώματα και το ωραίον του σχέδιον. — Είναι περίφημον πράγμα! είπεν εις τον βασιλέα. Όλοι οι πολίται ήκουσαν και ωμιλούσαν διά το μεγαλοπρεπέστατον ύφασμα. Και ο βασιλεύς ηθέλησε να το ιδή, ενώ ακόμη το ύφαιναν.

Τελικά ο ντον Πρέντου ρώτησε σχεδόν δειλά: «Κι εσύ τι λες;» «Για τι πράγμα μιλάτε;» «Νοέμι!», διαμαρτυρήθηκε η ντόνα Έστερ, αλλά ο αρραβωνιαστικός τής έκανε νόημα να σωπάσει και ξανάρχισε να τραβά το ύφασμα από τα γόνατα της μνηστής του. «Για τα μάγια μιλάμε! Να τα διαλύσουμε πριν παχύνω υπερβολικά. Πώς θα τα διαλύσουμε, λες εσύ; Έτσι, να έτσι! Στην υγειά εκείνου που μας βλέπει

Εις το μέσον ηπλωμένου τάπητος έμενεν ανοικτόν μέγα ταξειδιωτικόν καλάθιον. Ζώναι, πέπλοι, πολύτιμοι λίθοι, δακτύλιοι, ενώτια ειργασμένα με χρυσόν, εξεχύνοντο εξ αυτού φύρδην μίγδην. Η νεάνις εκ διαλειμμάτων έκυπτε προς τα πράγματα εκείνα και τα ετίνασσεν εις τον αέρα. Εφόρει ως αι Ρωμαίαι χιτώνα από λεπτόν σγουρόν ύφασμα και πέπλον με σμαραγδίνους κροσσούς.

Και η προσευχή ηχούσε αργόσυρτη και μονότονη και έμοιαζε να πάλλεται μακριά, πέρα από τον χρόνο. Η λειτουργία ήταν για τα σαράντα κάποιου και ένα μαύρο ύφασμα με χρυσές φράντζες σκέπαζε το κάγκελο του ιερού. Ο παπάς ντυμένος στα άσπρα και μαύρα έστρεφε αργά με υψωμένα τα χέρια, με δυο ακτίνες φωτός να τον περιβάλλουν, που λες και ξεπηδούσαν από το κεφάλι του, όμοιο μ’ εκείνο ενός προφήτη.

Ο Καερδέν ταξείδευε αδιάκοπα ως που έρριξε άγκυρα στο λιμάνι του Τινταγκέλ. Πήρε ένα λαμπρό ύφασμα με σπάνιο χρώμα, ένα ωραίο μετάλλινο ποτήρι, κ' ένα μεγάλο γυπαετό στο χέρι, και τα χάρισε στο Βασιληά Μάρκο, παρακαλώντας τον με ευγένεια να του παραχωρήση την προστασία του και την ειρήνη του, για να μπορέση να εμπορευθή στον τόπο δίχως να φοβάται τίποτα ούτε από αυλικό ούτε από υποκόμη.