United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι να πω κ' εγώ;... Θα πιούμε άλλο; Ο Γιάννης ο Μακαρίτης έσπρωξε το ποτήρι από μπροστά του. — Δε θέλω πια. Πάω να κοιμηθώ. Θαρθής μαζί; Πήρε το δαχτυλίδι, το τύλιξε σ' ένα παληόχαρτο και τώχωσε στην τσέπη του. Σηκωθήκανε κ' οι δυο μαζί και πήραν τον ανήφορο, τρεκλίζοντας μέσα στα σκοτάδια.

Ευχές και προβοδίσματα. Φιλήσανε όλοι το χέρι του παπά. Τα μάτια της παπαδιάς ήτανε βουρκωμένα. Πήρε το βαρύ το σάλι απ' τον καναπέ και τύλιξε τον παπά από κεφαλής. Τραβήξανε όλοι κατά τη θύρα. Το ανηψίδι τραβούσε μπροστά, φορτωμένο το μπαούλο. — Να μην αργήσης, παπά. Καλό κατευόδιο. — Το θέλημα του Θεού! είπε ο παπάς κατεβαίνοντας τη σκάλα. Καλή αντάμωσι. Σε λίγο η παπαδιά έμεινε μοναχή της.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Παρά ποτέ να 'πανδρευθώ τον Πάρην, πρόσταξέ με από αυτήν να κρημνισθώ την κορυφήν του πύργου· ή στων κλεφτών να πλανηθώ τα μονοπάτια 'πέ μου· ή πρόσταξέ με να χωθώ όπου φωληάζουν φίδια· μαζή μ' αρκούδαις δέσε με ‘ς την ίδιαν αλυσίδα, ή κλείσε με μεσάνυκταένα κιβούρι μέσα, γεμάτον κόκκαλα νεκρών που τρίζουν και κτυπιούνται, γεμάτον σκέλεθρα χλωμά κι' ολόγυμνα κρανία· ή πρόσταξέ με να χωθώ εις ανοιγμένον μνήμα, και τύλιξέ με στου νεκρού το σάβανον· ειπέ μου πράγμα, που τρόμος μ' έπιανε και να τ’ ακούσω μόνον, κι' αμέσως χωρίς δισταγμόν ή φόβον θα το κάμω, να μείνω ακηλίδωτη γυναίκα του ανδρός μου.

Αυτοί 'ςτη βρύση του Ζαβογιάννη κι εμείς 'ςτου Τρίκκα. Μια τουφεκιά τόπον αλάργα. Μέσ' του Τρίκκα, τα σύγνεφα μας σκέπασαν τον ήλιο και βαθιά αχολόγησε μια βροντή. Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κ' έν' ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ' επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα.

Εν τούτοις τι εβγήκε; Με μίαν άμπελον και μίαν οικίαν πώς να υπανδρεύση δύο θυγατέρας, αίτινες έφθασαν ήδη εις την ηλικίαν του γάμου μετά ταχύτητος μυστηριώδους; — Πώς μεγαλώνουν, παιδί μ', τα κορίτσια, έλεγεν η θειά-Ζωίτσα προς την φίλην της γειτόνισσαν, την Κρατερίτσαν την πιασμένην. Νάνε παλλικάρια, ζαρώνουν. Τα κορίτσια πετιώνται ως επάνω μάνε- μάνε. — Εμ! τι κάθεσαι! τύλιξε την πρώτη.

— Α! έκαμε τέλος σηκώνοντας το κεφάλι. Όσες φορές το βλέπω τούτο τ' αργόχερο, όλο τραγούδια έρχονται στα χείλη μου. Θα πης τα περισσότερα είνε λυπητερά. Μα τάχα κ' η ζωή μου όλο με λύπη δεν πέρασε; Έπιασε μ' ευλάβεια το κέντημα, το τύλιξε απαλά και κίνησε για το σπίτι. Άξαφνα καθώς πέρναε στο στρατώνι είδε μέσα στ' αμπέλι την αξίνα του και το σκαμμένο χώμα. — Μπρε! έκαμε μ' απορία.

Και την κληρονόμησε τότε φυσικά ο Ρωμιός την Ανατολή, ως κράτος από τους Ρωμαίους, αφού την είχε πρώτα καταχτήσει ο ίδιος και με τον Μέγα Αλέξαντρο, αλλά προ πάντων με τον πολιτισμό του, που στον αρχαίο καιρό ήταν ο πρώτος πολιτισμός, και που τύλιξε ακόμα και τη χριστιανική θρησκεία στα δίχτυα του, την έβαλε κι αυτήν μέσα στο σακκί, και την έκανε όργανο ηθικής επιβολής.

Και τι έχει; — Κρυόνει θανατηφόρως. — Τύλιξέ την μ' αυτό. Ο ιππεύς εξέβαλεν εκ του μαρσίπου του μάλλινον σκέπασμα και το έρριψεν εις τον Βράγγην. Ούτος δε έσπευσε να περιτυλίξη το σώμα της κόρης. — Αλλ' ειπέ με δύο λέξεις τι συνέβη, επανέλαβεν ο ιππεύς. Άλλος εκ των ιππέων εξέβαλε φιάλην εκ του κόλπου του και την έδωκεν εις τον Βράγγην. — Δος της να μυρισθή αυτό, είπεν.

Το πολύ να πω πως δεν υπόφερε το σπίτι μας από μεγάλο κακό, δεν ήρθε κανένας σεισμός να το πλακώση, κανένας δανειστής να βουλώση τις πόρτες του, δεν ήρθε πια κι ο χάρος να το ρημάξη. Τι θέλαμε άλλο; Τώρα που είτανε χήρα, τύλιξε η δύστυχη η μάννα μου το κεφάλι της με τη μαύρη τη μαγουλίκα, δούλευε στον αργαλειό, κ' έτσι ζούσαμε.

Βρίσκεις άκρη; Σαν τον μυρίστηκαν κ' εκείνα τον κυνηγάνε και τον αλυχτούν, όπου βρεθή καινα μην τα πολυλογούμε, Καπετάν Γιάννη μουείνε να τονέ κλαις. Ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχροινός, πούχε μετρημένα τα λόγια του, τύλιξε το μαρκούτσι γύρω από τον ναργιλέ και δεν έβγαλε τσιμουδιά. Είχε πάντα τη γνώμη τη δική του, μα δεν την έλεγε, πάρεξ πότε και πού.