United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είνε αληθές ότι κατ' αρχάς μετά την αναχώρησιν του Μοναχάκη εξαπατώμενος ο πρεσβύτης από την γειτόνισσάν του Μαθήναν ήρχισε να πιστεύη ότι η μητέρα της νύμφης του για να πάρη τον υιόν του τον εμάγευσε και έπνεε πυρ και φλόγα εναντίον των, και ήτο θυμώδης ο γέρων, είχεν αυτό το ελάττωμα αλλ' ως καλός Χριστιανός καταβαλών πολλήν βίαν κατενίκησε τον πειρασμόν και έστειλε μίαν ημέραν και εκάλεσε την νύμφην του.

Εκάμαμεν μερικούς γύρους, περπατούντες εις την αίθουσαν διά να ανασάνωμεν. Τότε εκάθησε, και τα πορτοκάλλια, τα οποία είχα βάλει κατά μέρος, και τα οποία τώρα ήσαν τα μόνα υπολειφθέντα, παρείχαν σπουδαίας υπηρεσίας, εκτός ότι εις κάθε κομμάτι, το οποίον εξ ανάγκης έδιδεν εις μίαν αδιάκριτον γειτόνισσαν, ησθανόμην μια μαχαιριά εις την καρδίαν.

Ενθυμούμαι τότε τον Αμερικανόν ευεργέτην μου, ενθυμούμαι τον ιερέα της Ευαγγελιστρίας, ενθυμούμαι την Ψαριανήν γειτόνισσάν μου, ενθυμούμαι όσην καλοσύνην απήντησα επί γης. Οι άνθρωποι δεν μου ηρνήθησαν ποτέ την συμπάθειάν των, απ' εναντίας· αλλ' εγώ δεν την θέλω, ούτε ποτέ την εζήτησα.

Η γρηά Παντελού ήλθεν εις την ακμήν να μετανοήση ότι έπαυσε να κολλά τον φούρνον, ας ήτο και μήτηρ συμβούλου επαρχιακού. Δεν της ήρκουν τα άλλα βάσανα, είχε και την γραίαν στρίγλαν την γειτόνισσάν της, ήτις δεν έπαυε να επαναλαμβάνη την σκληράν επωδόν: «Θα φάη κι' άλλη ψωμί!».

Έλεγεν η γρηά-Κυρατσού, διηγουμένη τα του γάμου της Θωμαής εις μίαν ξηροκίτρινην γειτόνισσάν της, άτυχον και πανάτυχον γυναίκα, ήτις άεργος, με κρεμασμένα τα χέρια από το πρωί ως το βράδυ, μη έχουσα ουδέ κουκκιά καν σπαρμένα να τα σκαλίζη, εύρισκεν ευχαρίστησιν να σκαλίζη τα σκάνδαλα του μικρού χωρίου, ως αι όρνιθες την κόπρον, και είχε πλησιάση προς τον σκοπόν αυτόν την γρηά-Κυρατσού.

Αι τέσσαρες νεάνιδες, ακούσασαι το όνομα τούτο εταράχθησαν, πλην η άλλη γυνή η συνοδός αυτών, ήτις ωμοίαζεν ως μήτηρ, χωρίς παντάπασι να πειραχθή, αναγνωρίσασα την φίλην της γραίαν γειτόνισσαν, ολίγον κακόγλωσσον, είπε: — Δεν έρχεσαι, καϋμένη, 'ς το σπίτι; μόνον ήλθεςτο γιαλό; Ημείς ξεπλατισθήκαμετο κουπί.

Εν τούτοις τι εβγήκε; Με μίαν άμπελον και μίαν οικίαν πώς να υπανδρεύση δύο θυγατέρας, αίτινες έφθασαν ήδη εις την ηλικίαν του γάμου μετά ταχύτητος μυστηριώδους; — Πώς μεγαλώνουν, παιδί μ', τα κορίτσια, έλεγεν η θειά-Ζωίτσα προς την φίλην της γειτόνισσαν, την Κρατερίτσαν την πιασμένην. Νάνε παλλικάρια, ζαρώνουν. Τα κορίτσια πετιώνται ως επάνω μάνε- μάνε. — Εμ! τι κάθεσαι! τύλιξε την πρώτη.

Διά ρήξεως ή κάλλιον δι' απάτης: λόγου χάριν, αν η γραία έκραζε με κλαυθμηράν φωνήν την νεαράν της γειτόνισσαν, και την παρεκάλει ν' ανοίξη, διά να της ζητήση, ως εν ώρα ανάγκης, κάτι, οίον έν πυρείον διά ν' ανάψη το σβυσμένον κανδήλι, επειδή ήτο παράωρα, κ' είχε λησμονήσει ν' αγοράση ενωρίς. Η Μανιά επέστρεψε, φέρουσα τα οψώνια.

Και εγελούσε μέσα της· αλλά δεν ημπορεί κανείς να καταλάβη πότε γελά μία σακκορράφα. Και από το στήθος της μαγείρισσας εκύταζεν αριστερά και δεξιά, κορδωμένη και υπερήφανη. — Του λόγου σου τι είσαι; ηρώτησε την γειτόνισσαν της, την μικράν καρφίτσαν. Είσαι από μάλαγμα; Μου αρέσει η περίεργη κεφαλή σου. Κρίμα μόνον ότι είσαι τόσο μικρά. Αλλά δεν είναι του καθενός να έχη κεφαλήν από βουλοκέρι.

Ο Γύφτος και η Αϊμά διευθύνθησαν εις το κέντρον του χωρίου, όπου ηγόρασαν τροφάς και εξήλθον εκείθεν σπεύδοντες. Η γυνή σταθείσα παρά τινα γωνίαν παρετήρει αυτούς μακρόθεν. Ιδούσα δε γειτόνισσάν τινα, την έκραξε·Βλέπεις εκεί; — Ποίος είνε; — Εκείνος ο άνθρωπος με το κορίτσι που σέρνει από το χέρι... — Βλέπω. — Μου φαίνεται παράξενο. — Διατί;