United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τον έβλεπα και μ' έβλεπε μειδιών πάντοτε. — Μα δε γελάς; μου λέγει. — Επροσπάθησα να μειδιάσω. « — Ένας χωρικός σήμερα είχε το αμάξι του γεμάτο και τα πήρα φθηνά, με είπεν. Απεφάσισα ν' αγοράσω κι' άλλα γιατί δίνουν κέρδος. Αυτά τα κρέμασα για σημάδι πως αγοράζω. Για συλλογίσου όμως εμπόρευμα που μούτυχε; αι; Κ' εγελούσε πάντοτε. Εγώ μόλις τον ήκουα.

Και εγελούσε μέσα της· αλλά δεν ημπορεί κανείς να καταλάβη πότε γελά μία σακκορράφα. Και από το στήθος της μαγείρισσας εκύταζεν αριστερά και δεξιά, κορδωμένη και υπερήφανη. — Του λόγου σου τι είσαι; ηρώτησε την γειτόνισσαν της, την μικράν καρφίτσαν. Είσαι από μάλαγμα; Μου αρέσει η περίεργη κεφαλή σου. Κρίμα μόνον ότι είσαι τόσο μικρά. Αλλά δεν είναι του καθενός να έχη κεφαλήν από βουλοκέρι.

Τούτο μόνο ήταν γνωστό, πως έπαιζε κ' εγελούσε με τα αισθήματα των αγαπητικών της, μάλιστα όταν τα αισθήματα αυτά εξεχείλιζαν ή εξεσπούσαν σε πατινάδες και σε τραγούδια, η Σμαραγδούλα εγίνετο κακιά, εθύμωνε με τα σωστά της ή εμπορούσε και να προσβάλη. Δεν τα θελε τα πράμματ' αυτά τα πρόστυχα· τέλειωσε.

Μα αλλοί εις εμέ, που αντίς αυτή να συντριβή η καρδιά της από το παθητικόν μου λάλημα, εγελούσε και ελάμβανε ηδονήν ομού με μίαν σκλαβοπούλαν που την αγαπούσε. Εγώ αποφάσισα να μείνω εις εκείνο το περιβόλι, και ούτω διά πολλές ημέρες έκανα το ίδιον, και ελάμβανα κάποιαν ευχαρίστησιν να θεωρώ την αγάπην μου, με όλον που ήμουν ένα πουλί.

Γλυτόνει λοιπόν ο Δάφνης με τέτοιο τρόπο, αφού ξέφυγεν ανόλπιστα δυο κίντυνους: τους κουρσάρους και το πνίξιμο. Κι άμα βγήκε στη στεριά και βρήκεν εκεί τη Χλόη, που εγελούσε, κ' έκλαιε μαζί, πέφτει στην αγκαλιά της και τη ρωτούσε να μάθη τι ήθελε κ' έπαιζε το σουραύλι.

Αυτόν τον επωνόμασε Βεζύρην μελαγχολικόν, επειδή πάντοτε ήτον σκυθρωπός και μελαγχολικός, και δεν εγελούσε ποτέ του με κανένα τρόπον. Μίαν ημέραν ο Βασιλεύς του ωμιλούσε διά κάποια απόκρυφα, και διά ένα συμβεβηκός εγελούσεν υπερβολικά, που κατά αλήθειαν ήτον άξιον να γελά καθένας. Μα ο Βεζύρης τον άκουε με τόσην σοβαρότητα, που ο βασιλεύς έμεινε θαυμασμένος.

Και η αγάπη σε μια ώρα εφύτρωσε μέσα μου κ' ερρίζιασε σαν τον κισσό, που πιάνει κάθε κούφωμα και κάθε χαραμάδα και πρασινίζει και ανθοστολίζει αξεκόλλητα τους τοίχους του ερμόσπιτου! Την είχα εμπρός μου και ομορφιές της εύρισκα. Εμοσχοβολούσεν ο αέρας περίγυρά της· μουσική ουράνια ήταν η φωνή της· εγελούσε και οι άγριοι κάμποι άνθιζαν κ' επεντοβολούσαν.

Κ' εγώ σε ήκουα καμμιά φορά, αλλά αυτό να σε πω δεν ήτο πολλή ευχαρίστησις, διότι η μουσική που έκαμνες ήτον τρομερά παράχορδη! Σ' αρέσει; Αν σ' αρέση, κολάκευσέ με ακόμη μια φορά! Και ως εάν ήθελε να μοι δείξη πώς εκτελείται η καλή μουσική, εγέλασε τον μάλλον αργυρόηχον, τον μάλλον αρμονικόν γέλωτά της. Και ενώ ακόμη εγελούσε: — Τι κρίμα, είπε, που δεν είσαι ιατρός!

Η αρρεβωνιστική του η Αννέζα είχε και αυτή μεγάλο πείσμα και πολλές φορές τον εξέβρισε, χωρατά κι' αλήθεια, ονομάζοντάς τονε άστατο ανεμόμυλο, ενώ εκείνος εγελούσε, λέγοντάς της να μένη ήσυχη. Ως τόσο εγίνηκε γνωστό πως εις του γέρω Μαρούπα το χωριό, θα είνε χοιροσφάγια, το βράδυ της Κεριακής που ερχότανε.

Αλλά και δεν έλειπε, κάθε φορά που ήρχετο η «Μπέλλα», να ζητή από τον γαμβρόν του όσα του ώφειλε, την διαφοράν του λογαριασμού των και μάλιστα με θυμόν, ενώ ο γαμβρός του εγελούσε. Αλλά ο καιρός έφευγε και μαζή μ' αυτόν έφευγε και ο Αντωνέλλος. Κ' έβλεπες ένα γεροντάκι κατάλευκο, κυρτωμένο, δραστήριο όμως πάντοτε.