United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και το κυριώτερον, εκείνο διά το οποίον ακριβώς αρχίσαμεν την συζήτησιν μας, δηλαδή τι πράγμα είναι άραγε η επιστήμη, φοβούμαι μήπως αυτό μείνη ανεξέταστον, διότι διαρκώς μας έρχονται πατινάδες από λόγους, εάν έχη κανείς καιρόν να τους ακούη.

Τούτο μόνο ήταν γνωστό, πως έπαιζε κ' εγελούσε με τα αισθήματα των αγαπητικών της, μάλιστα όταν τα αισθήματα αυτά εξεχείλιζαν ή εξεσπούσαν σε πατινάδες και σε τραγούδια, η Σμαραγδούλα εγίνετο κακιά, εθύμωνε με τα σωστά της ή εμπορούσε και να προσβάλη. Δεν τα θελε τα πράμματ' αυτά τα πρόστυχα· τέλειωσε.

Πώς μπορείς να κάμης κακό στον αδερφό σου, στον σύντροφό σου, στον φίλο σου; Ήγουν, διά να καταλάβετε καλά, πατέρες, τι λέγω, θέλεις εσύ νάρχωνται να κάνουν πατινάδες αποκάτω στα παράθυρά σου την νύκτα; — Δεν τα λες και τόσο βαθειά ελληνικά, καταλάβαμε, είπεν ο πρώτος λαλήσας, ο Αλέξανδρος ο Κονόμος.

Τους δε νόμους και τα ψηφίσματα τα προφορικά ή γραπτά, ούτε τα βλέπουν, ούτε τα ακούουν. Τρεχάματα δε διά συλλόγους διά να καταλάβουν την εξουσίαν και συνεδριάσεις και γεύματα και πατινάδες με οργανοπαικτρίας, ούτε εις το όνειρόν των δεν τους κατεβαίνει να τα βλέπουν.

Τον καιρόν εκείνον οι νέοι πάσης τάξεως είξευραν τι θα πη «έρωτας». Έκαμναν πατινάδες συχνά, τας νύκτας, και μάλιστα όταν εξημέρωνεν εορτή, εις τας ωραίας του τόπου. Ο Γιάννης ο Καβούλης και ο Νίκος ο Μπελκαρής, ο πουργοτζής, περί ου ο λόγος, υπήρξαν ποτε αντερασταί.

Και τι χαρά που την είχε, οπού όσο μεγάλωνε, τόσο αύξαναν οι αγαπητικοί, τα τραγούδια, η πατινάδες, τα παινέματα στην εμμορφιά την ασύγκριτη, στα μάτια πούλεγαν τόσα και τόσα χωρίς να μιλούνε, στο λυγυρό κορμί, το κυπαρισένιο, στο περήφανο περπάτημα και στα μαλλιά τα μαύρα σαν του κόρακα το φτερό.

Αυτά εσυλλογιόταν η Σμαραγδούλα, ενώ η καϋμένη η γρηά θεία της είνε να χάση το νου της με το φυσικό της ανεψιάς. Να την αγαπούνε τόσοι, να την κυνηγούνε, να είνε έτοιμοι να φαγωθούν, κι' αυτή να θυμώνη, να τους βρίζη, να μη θέλη να τους ξέρη. Η πατινάδες και τα τραγούδια, εκείνο που για της άλλες κοπέλλες ήταν χαρά και πανηγύρι και καύχημα, για την Σμαραγδούλα ήταν αφορμή θυμού.

Μ' έφεραν τα γλυκοαίματα παιδιά σου να σας δω και να σας γνωρίσω, μια κ' ήρθα στα μέρη σας. Δέσπω. Και γιατί να μην ερθήτε από τα χτες; Ποιος ξέρει τι πατινάδες εκεί στη χώρα! Μα έχουμε δα και μεις ξοχές και παιχνίδια, κι όσο για περιβόλια, όρεξη νάχετε. Θαρρώ οι δυο αυτοί οι ξεφαντωτάδες μου φταίνε. Αν είχατε μαζί σας τον Κωσταντή, ίσια εδώ θα σας έφερνε. Κωστ. Κράλη, τι βλέπεις τη μάννα μου.