United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρακαλούσε λοιπόν τη Χλόη να του χαρίση ό,τι ήθελε και γυμνή να πλαγιάσει μ' αυτόνε γυμνό περισσότερη ώρα από όση συνήθιζανε προτήτερα· επειδή αυτό έλειπε από του Φιλητά τις ορμήνιες για να γίνη και το μόνο γιατρικό που καταλαγιάζει την αγάπη.

Σ' εκείνη την κοιλάδα, που η χλόη και τα λουλούδια της είναι πιο όμορφα από το σκαστό σμαράγδι και το Ινδιάνικο ξύλο και πιο λαμπερά από την πορφύρα και τασήμι, τραγουδάνε όσοι ήτανε βασιλιάδες στη γη· μα τα χείλη του Ροδόλφου του Hapsburg δεν κινιούνται με τη μουσική των άλλων κι ο Φίλιππος της Γαλλίας χτυπάει το στήθος του κι ο Ερρίκος της Αγγλίας κάθεται μονάχος.

Και μια βαθιά σιγαλιά όλο μυρωδιές έπεφτε με τις σκιές από τους φράχτες, και όλα ήταν ζεστά και γεμάτα λησμονιά σ’ εκείνη τη γωνιά του κόσμου, περιφραγμένη από τις φραγκοσυκιές σαν από τείχος βλάστησης, τόσο που ο ξένος, μόλις έφτασε μπροστά στο καλύβι έπεσε πάνω στη χλόη και επιθυμούσε να μη συνεχίσει το ταξίδι.

Οι μενεξέδες και τα γιατσέντα ανθίζουν κι ο Δάφνης μαραίνεται! Τάχα κι ο Δόρκωνας πιο όμορφος από μένα θα φανή; Τέτοια ο καημένος ο Δάφνης υπόφερνε κ' έλεγε, επειδή πρώτη φορά εμάθαινε του έρωτα τα έργα και τα λόγια. Ο Δόρκωνας όμως ο γελαδάρης, που αγαπούσε τη Χλόη, αφού παραφύλαξε το Δρύαντα εκεί που παράχωνε παλούκι κοντά σ' ένα κλήμα, τόνε σιμόνει κρατώντας κάμποσα κεφάλια τυρί.

Κ' η Χλόη άμα άρμεγε τα πρόβατα και τα περισσότερα γίδια, πολύ υπόφερνε όταν έπηζε το γάλα· επειδή οι μυίγες την ενοχλούσαν φοβερά και την ετσιμπούσαν, αν και τις έδιωχνε· ύστερα όμως, αφού έπλενε το πρόσωπό της, εφορούσε στεφάνι από κλαδιά πεύκου και ζώνονταν το λαφοτόμαρο· κι αφού εγέμιζε το καρδάρι κρασί και γάλα, έπινε μαζί με το Δάφνη.

Και κάποτε πετούσαν ο ένας στον άλλο μήλα και κτένιζαν ο ένας του αλλουνού το κεφάλι, κάνοντας χωρίστρα τα μαλλιά τους. Η Χλόη παρομοίαζε τα μαλλιά του με σμέρτα, επειδή ήτανε μαύρα, κι ο Δάφνης το πρόσωπο της Χλόης με μήλο, επειδή ήτανε λευκό και ρόδινο.

Και μόλις τον εσυνέφερε η Χλόη με τα φιλιά και τον εζέστανε με τ' αγκαλιάσματά της, στη γνώριμη βαλανιδιά πηγαίνει· κι άμα εκάθισε στη ρίζα, την ερωτούσε πώς εξέφυγε από τόσους εχτρούς.

Κ' εκείνος τον πατέρα και την μητέρα πρώτ' από τους άλλους αγκάλιαζε και σαν να τους εγνώριζε από καιρό τους έσφιγγε στα στήθεια του και δεν ήθελε να βγη από την αγκαλιά τους. Έτσι γλήγορα η φύση γεννάει την εμπιστοσύνη. Παρολίγο να λησμονήση και τη Χλόη.

Κι αφού τους ηύρε να μετράνε το κριθάρι, που τώχανε λιχνίσει προλίγο, και νάναι λυπημένοι επειδή λίγο έλειψε να είναι λιγώτερο από όσο είχανε σπείρει, για κείνα τους επαρηγόρησε, λέγοντας ότι τα ίδια είχανε γίνει παντού, κ' ύστερα τους εζητούσε το Δάφνη για τη Χλόη.

Ο Δάφνης όμως δε μπορούσε να κάνη την ψυχή του να χαρή από τη στιγμή που είδε γυμνή τη Χλόη και αντίκρυσε όλη την κρυμμένη ως τότε ομορφιά της. Πονούσε η καρδιά του, σαν να την έτρωγαν φαρμάκια. Κ' η αναπνοιά του ακόμη πότες έβγαινε γρήγορη, σαν να τον κυνηγούσε κανένας κ' έτρεχε, και πότε του έλειπεν ολότελα, σαν να του είχε φύγει όλη στις προτητερινές τρεχάλες.