United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να δίνης τα γράμματα σου και να σωπαίνης. — Σα με βρίσανε, παπά μου, και με σκοτώσανε, δεν ήξερα κ' εγώ τι έλεγα. Ο διάβολος μ' έσπρωξε. Τι να πω κ' εγώ; — Τι φταίει κι' ο κακομοίρης ο Μαθιός; είπε ο Παντελής ο καφετζής, ο μπατζανάκης του. Είνε πράμματα να κρυφτούν αυτά; Αν δεν ήταν σήμερα, θα ήταν αύριο. — Ο Πειρασμός την έσπρωξε να χάση την ψυχή της! Ξαναείπε ο Μαθιός.

Ο άσχημος άνθρωποςέτσι τον έσπρωξε ο Πειρασμόςαγάπησε τομορφότερο κορίτσι του τόπου. Το αγάπησε με τα σωστά του. Μέρανύκτα περνούσε κάτω απ' το σπίτι του κοριτσιού και κύτταζε στα παράθυρα μ' ένα παράπονο, που τον έκανε ασχημότερο. Ο κόσμος έκανε το σταυρό του και γελούσε. Ταδέρφια του κοριτσιού γελούσανε κι' αυτά. Δεν άξιζε τον κόπο να θυμώση και κανένας.

Ο Επιστάτης με μιαν αρμαθαριά κλειδιά γιαλιστερά κι άσπρα από την αδιάκοπη χρήση, μπήκε μπροστά στον Αρχιφύλακα. Επέρασε ένα κλειδί· ύστερ' άλλο ένα. Τα στρυφογύρισε μ' ορμή στις κλειδαριές· άνοιξε το βαρύ λουκέτο· έσυρε τον ολόχοντρο μάνταλο έσπρωξε τη σιδεροκάρφωτην πόρτα με τον ώμο του. Μπήκε μπροστά ο Επιστάτης με τα χαρτιά στο χέρι. Μπήκε ξοπίσω ξιπασμένος κι ο Αρχιφύλακας.

Έπεσε λοιπόν στη θάλασσα. Ο μώλος ψηλός, ο Καπετάν-Πρέκας γέρος πια κι' αδύναμος, πάλαιψε, μα δεν μπόρεσε να γλυτώση. Μπορεί να του ήρθε και συγκοπή, όπως είπε ο γιατρός. Πήγε στον πάτο, ήπιε νερό, φούσκωσε, ύστερα η θάλασσα τον πέταξε απάνω και το απόγειο της νύχτας τον έσπρωξε κατά τη μπούκα του λιμανιού, που τον ψάρεψε η βάρκα.

Και τότε ο γοργοπόδαρος της απαντά Αχιλέας 215 «Ας γίνει ο λόγος σας, θεά! κιας είμαι έτσι πνιγμένος απ' το θυμό κατάκαρδα, τι πιο καλά να γίνει· αν τους θεούς ακούς, κι' αφτοί σού συχνακούν τον πόθοΈτσι είπε, και σταμάτησε τη σταλωμένη χούφτα πας στ' αργυρό σπαθόχερο και μέσα στο φηκάρι έσπρωξε πάλι το σπαθί, με δίχως ν' απιθήσει 220 στον ορισμό της Αθηνάς.

Έσπρωξε το κάθισμά του προς το ιδικόν μου, έκλινε πλαγίως προ εμέ και μου είπε χαμηλοφώνως, διά να μην ακούσουν οι παρακαθήμενοι. — Απόψε υπογράφεται το συμβόλαιον της μεγάλης υποθέσεως και αύριον πρωί τα δυο άλλα, ώστε αύριον το απόγευμα, εις τας τρεις να πας εις την μπυραρία μας και να με περιμένης. Το σπιτάκι εκείνο το έπιασα, και μεθαύριο κουβαλιούμαι.

Τώρα για αφτόν στα πλοία ήρθα ως εδώ, και ξαγορά πολύτιμη σού φέρνω να ξαγοράσω το νεκρό. Μα τους θεούς σεβάσου ... πόνα κι' εμένα... όπως πονάς το γέρο σου πατέρα. Εγώ 'μαι πιο του λυπημού... όσα κανείς δεν είδε 505 πάθια τραβώ π' απ' το φονιά ζητάω του γιου μας χάρεςΕίπε, και πόθο τ' άναψε το γέρο του να κλάψει, κι' έσπρωξε αγάλια πιάνοντας τον Πρίαμο απ' το χέρι.

Επί τέλους, έσπρωξε βιαίως το πινάκιον, αφού απέφαγε τας τελευταίας σταφίδας του, επέταξεν επί της τραπέζης το χειρόμακτρόν του, και ανήλθε συγχυσμένος εις το δωμάτιόν του. — Άσχημα έκαμα, έλεγε καθ' εαυτόν. Διατί να τον πειράξω με τα ασυλλόγιστα λόγια μου; Και τις η ανάγκη να τα είπω; Αλλά πάντοτε αργά μου έρχεται η σκέψις!

Κάποια βέβαια ομοιότητα η δημιουργική εργασία του κριτικού θα έχη με το έργο που τον έσπρωξε στη δημιουργία, μα θάναι τέτοια ομοιότης, που υπάρχει όχι μεταξύ της Φύσεως και του καθρέφτη που υποθέτουμε πως ο ζωγράφος τοπείων ή πορτραίτων βαστούσε αντίκρυ της, αλλά μεταξύ της Φύσεως και του έργου του διακοσμητή καλλιτέχνη.

Του φαινόταν πως καταλάβαινε τελικά γιατί ο Θεός τον έσπρωξε να εγκαταλείψει το σπίτι των κυράδων του και να φύγει περιπλανώμενος: ήταν για να δοθεί χρόνος στο Τζατσίντο να σκαλίσει βαθειά μες στη συνείδησή του και στη Νοέμι για να γιατρευτεί από το πάθος της. «Εάν έδινα αμέσως τη απάντηση στον ντον Πρέντου, όλα θα είχαν τελειώσει», σκεφτόταν με αίσθημα ανακούφισης και ονειρευόταν ενώ τον έπαιρνε ο ύπνος.