United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Κάνε γρήγωρα, σύντροφε, και γύρισε αμέσως εδώ. Αν αργήσης, δε θα με ξαναϊδής πεια. Πάρε προθεσμία σαράντα μέρες, και φέρε μου την Ιζόλδη την Ξανθή. Κρύψε την αναχώρησί σου από την αδερφή σου, ή πέσε ότι πας να ζητήσης κάποιο γιατρό. Θα πάρης το ωραίο μου καράβι. Πάρε μαζύ σου δυο πανιά, το ένα μαύρο το άλλο άσπρο.

Δεν ήκουσες τα νέα ; δηλαδή αυτά, τα όποια ψιθυρίζονται, διότι ακόμη κρυφομιλήματα είναι. ΕΔΜ. Όχι. Τι τρέχει ; σε παρακαλώ. ΚΟΥΡ. Δεν ήκουσες, ότι είναι λόγος να τα χαλάσουν οι δούκες της Αλβανίας και της Κορνουάλλης ; ΕΔΜ. Δεν ήκουσα τίποτε. ΚΟΥΡ. Δεν θ' αργήσης να τ' ακούσης. Έχε υγείαν ! ΕΔΜ. Απόψ' ο δούκας είν' εδώ! Καλλίτερα ! Ας έλθη ! Ωραία συμβιβάζεται με τους σκοπούς μου τούτο.

Μη σ' εύρω, γέροντα, εγώτα βαθουλά καράβια, Ή να αργήσης τώρ' αυτού, ή ύστερ' πάλε να 'ρθης· Και του Θεού δεν σ' ωφελήσ' το στέμμα και το σκήπτρον Αυτήν εγώ δεν απολνώ, πριν την ερθή το γήρας, 'Σ το Άργος, εις το σπήτι μου, μακριά 'πό την πατρίδα, Έχοντας έργον το πανί, και το δικό μου στρώμα. Μόν' φύγε· μη με σύγχιζε, γερός για να πηγαίνης.

* — Να μη αργήσης, είπεν η κυρά-Μανωλάκαινα εις τον σύζυγόν της. Όστις ευρέθη μετ' ολίγον εις το στιλπνόν παγκάριον ως πολυόμματος Άργος, πανταχού βλέπων, και τα πάντα τακτοποιών.

Ενθυμήθηκα ότι κάπου έχω να πάγω, απαντά ο Περδίκης εξάγων το ωρολόγιόν του. Διάβολε! δέκα περασμέναις και ο Ξανθάκης θα με περιμένη. — Τέτοιαν ώραν θα βγης; — Δουλειαίς, αγάπη μου, δουλειαίς, απαντά ο Ιωάννης και εγερθείς λαμβάνει τον πίλον του και την ράβδον του. — Μην αργήσης, να σε χαρώ· ξεύρεις ότι δεν με παίρνει ύπνος πριν έλθης.

Φωτιά σ' όλο ταρχοντικό σου, και φεύγα, Μην κάθεσαι και τα βλέπης. Θα περάση το κακό τους από τα μάτια σου στα σπλάχνα σου και θα τα κάμη κομμάτια. Πήγαινε συ, κι άφησε το Βεζίρη να βάλη φωτιά. Όξω, και χάθηκες! Αχ, σου τόλεγα! μην αργήσης. Άργησες, και τώρα μου σφίγγεις τα χέρια σου. Τρέμουν τα γόνατά σου· γουρλώνουν τα μάτια σου. Πάει, γλυτωμό πια δεν έχεις.

Και ο Γιάγκος λαμβάνει τον πίλον του και κατευθύνεται προς την θύραν, ενώ η συζυγός του φωνάζει κατόπιν του·Μην αργήσης! — Δεν πιστεύω, αν όμως αργήσω, μη με περιμένετε. Ο Περδίκης ανοίγει την εξώθυραν, αλλά συναντάται επί της φλιάς προς άνθρωπον τινα παραδόξου εξωτερικού, όστις την αυτήν εκείνην στιγμήν έκρουε την θύραν.

Η μαύρη στολή νεκροφόρου με τον σταυρόν εις την ράχιν σε προξενεί ανατριχίασιν, προ πάντων αν είσαι ακόμη ολίγον ωχρός και τύχη ο νεκροφόρος να σε κυττάξη ως να έλεγεν «Εσύ, φίλε μου, δεν θ' αργήσης να λάβης την ανάγκην μου». Εφ' όσον όμως παρέρχεται ο καιρός αποβάλλεις βαθμηδόν την συνήθειαν να συγκινήσαι εκ της θέας των νεκρών, συλλογιζόμενος τον εαυτόν σου.

Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. «Άθλιε, καιμικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει 45 θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει· αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω· κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι πεντήκοντα, με ορμή πολλήτον φονικόν αγώνα, 50 και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία. κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης».

Θα μου πάρης τώρα δάσκαλον της ιππασίας; — Εγώ δεν σε φιλώ, πατέρα, λέγει ο Τηλέμαχος, διότι ξεύρω πως δεν σ' αρέσει να σε φιλούν· αλλά κύτταξε! το Παρίσι μου το θέλω. Και ο Περδικίδης εξέρχεται του οίκου, αφού ανήψε νέον σιγάρον, ενώ η μήτηρ του φωνεί προς αυτόν φιλοστόργως·Μην αργήσης εις το γεύμα!