United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η καρδιά της ήτον πλακωμένη και σκοτεινό σύννεφο βρισκότανε μπρος στα μάτια της. Ήταν εξήμισυ η ώρα όταν άκουσε τον Βέρθερο ν' ανεβαίνη τη σκάλα και αμέσως ανεγνώρισε το βήμα του, τη φωνή του να ρωτά για κείνη. Πόσο κτυπούσε η καρδιά της και, μπορούμε σχεδόν να πούμε, για πρώτη φορά κατά τον ερχομό του!

Ο παπάς ξεπετάχτηκε αμέσως από τη στρώση του, τράβησε ένα σπίρτο στον τοίχο, άναψε ένα κηρί, που έβγαλε από τον κόρφο του, βγήκε όξω στο πεζούλι της κρεβάτας, μουρμουρίζοντας κάτι προσευχές, νίφτηκε, χτενίστηκε με μια αριά τσατσάρα κι' ύστερα πήρε το ραβδί του, κατέβηκε τη σκάλα και φτάνοντας όξω από τα μαντζάτα φώναξε: — Κυρά! Κυρά! — Όρσε, παπά! Απολογήθηκε η γριά και πετάχτηκε ορθή.

Ζύγωσε τότε κάτω απ' το ψηλό παράθυρο και είπε με μια φωνή, που πέταξε απ' τα χείλη του σαν τραγούδι, μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. — Μέρες και μήνες περπατώ στο φως και στο σκοτάδι, για να σας βρώ, γλυκά μου μάτια. Πέρασα βουνά και θάλασσες, διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς. Ρίξε τα ξανθά σου τα μαλλιά, αγάπη μου, κάν' τα σκάλα τα μαλλιά σου, νανεβώ και να πεθάνω στα πόδια σου.

Αλλ' ενώ η Μαριανθούλα με τη γριά χαίρονταν τα νιογέννητα κατσικάκια, που αυγατούσαν τη σπιτιάρική τους τη στάνη, οι τρεις γίδες, η Νιάγγρα η σκουλαρικάτη, η Γκιώσσα η πρωτόγεννη, κι' η Κανούτα η κουτσοκέρατη, ανέβηκαν τη σκάλα και μπήκαν μέσα στο δωμάτιο. Η γριά, ακούοντας τον ποδοβολητό, νόμισε ότι είταν ο παπάς και προσηκώθηκε λέγοντας: — Κόπιασε, Δέσποτα μ', στην κορφή...

Έφτασε σιγά-σιγά κάτω στο γιαλό και πέρασε την ξύλινη σκάλα. Η «Μαχώ» η βάρκα του τον περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη απάνω στα νερά. Σαν πέσανε τα μάτια του απάνω της τούρθανε τα κλάματα. Στάθηκε και κούνησε το κεφάλι του, το γέρικο κεφάλι με τάσπρα μακρυά μαλλιά, το κούνησε λυπητερά και κατάπιε μέσα του τα δάκρυά του. Έλυσε το σχοινί και πήδησε μέσα, όπως έκανε πάντα.

Με μιαν ένταση υπερβολική όλου του είναι μου κοίταξα όξω στο σκοτάδι κ' είδα τον ίσκιο ενός αμαξιού, που έστεκε στην αυλή. Ο γιατρός είναι κει ακόμα! Έπειτα άκουσα από τη βεράντα τη φωνή της γυναικός μου: «Έρχεται, Δόξα σοι ο Θεός. Νάτος!» Κ' έπειτα από λίγες στιγμές είχα ανεβεί τη σκάλα κ' είμουνα στο σαλόνι.

Και τα πρόβατα έβγαιναν έξω τρεχάτα από τη σκάλα χωρίς να ξεγλιστρούν από τα νύχια τους και τα γίδια πιο τολμηρά, επειδή ήτανε και συνηθισμένα ν' ανεβοκατεβαίνουν τους γκρεμνούς. Κι' αυτά τριγύριζαν τη Χλόη σαν να εχόρευαν πηδώντας και βελάζοντας κ' έδειχναν με τέτοια τη χαρά τους.

Σ' την σκάλα, πέραν, επωλούσαν μήλα και κάστανα τα ζαγοριανά καΐκια, τα στραβοκάικα, και τα μαγαζειά του χωριού, 'ς την γραμμή, χεροπιασμένα, λες κι' αγνάντευαν το εύμορφο το Ξενιώ, που άσπριζεν επάνω το σπιτάκι της, με μια μανδήλα κάτασπρη εις τα ξανθά μαλλιά της.

Στης πύλες του Τινταγκέλ τον αφήκε. Στα τείχη, οι φρουροί χτυπούσαν της σάλπιγγες. Εχώθηκε μέσα στην τάφρο και διέσχισε την Πολιτεία με κίνδυνο της ζωής του. Πέρασε όπως άλλοτε τους μυτερούς στύλους του κήπου, ξαναείδε τη μαρμάρινη σκάλα, την πηγή και το μεγάλο πεύκο και πλησίασε στο παράθυρο πίσω από το οποίο κοιμώτανε ο Βασιληάς Μάρκος. Τον εφώναξε σιγά. Ο Μάρκος εξύπνησε.

Πέντε κανόνια, πέντε τοπομαχικά θα στήσω στη σκάλα και θα τ' αδειάσω μπουμ!.. καταπάνω του. Στάχτη μπούλμπερη θα τον κάνω· όχι θα πατήση τα χτίρια των προγόνων μου. Κύτταξε περήφανα τον αδερφό του, σα να τον έβλεπε νάνο μπροστά του.