United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στην στιγμή έτρεξαν κι' οι γειτόνοι, σήκωσαν τον ξένο στα χέρια και τον έβαλαν ψηλά στην προκόβα, πούχε στρωμένη η Κώσταινα, και τον σκέπασαν με την καινούργια την στέργα, ενώ ο προύχοντας, νομίζοντας ότι προσβάλλονταν η φιλοτιμία του, επέμενε να σηκώσουν τον άρρωστο και να τον πάνε στο σπίτι του, γιατί είταν προσκαλεσμένος του, και να μη τον αφήση να κοιταστή σε άλλο σπίτι, και μάλιστα στης φτωχότερης και της ορφανώτερης του χωριού, αλλ' η Κώσταινα δεν έστρεγε, και του είπε με μύτη: — Εδώ πώπεσε, αφέντη, ο άνθρωπος, εδώ και θα μείνη, κι' αν είμαι φτωχή, ο άντρας μ' να ζήσ'... ποιος ξέρ':..

Μονάχα μια μικροπρόσωπη μια καστανομάτα νιοπαντρεμμένη, η Νίτσα, πούχε παντρευτή εδώ και τρεις μήνες και πήρε ένα όμορφο παλληκάρι, που την μια βραδιά την χόρτασε φιλιά κι αγάπη, και την άλλη ξενητεύθηκε για τα ξένα, και πήγε για να πουλάη σαρδέλλες και ρίζι μακριά, πολύ μακριά στης Πόλης τα σοκάκια, γύριζε αχνή και λυπημένη.

Α’ ΓΥΝΗ Μα το θεό! αν έφερνε του Άργου το τομάρι πούχε τα μάτια τα πολλά, μπορούσε να την πάρη κι' όλον να βγάλη στη βοσκή τον Δήμον Αθηναίων! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Ελάτε, τι θα κάνουμε να πούμε τώρα πλέον, όσο ταστέρια φαίνονται στον ουρανό να λάμπουν. Γιατ' η Βουλή, όπου εμείς κ' η φίλες όλες θα 'μπουν, πρέπει να γίνη το πρωί.

Ο Γκορνεβάλης ξεπετιέται από τον κρυψώνα του, πιάνει το χαλινό, και συλλογιζόμενος στη στιγμή όλο το κακό πούχε κάμει αυτός ο άνθρωπος, τόνε ρίχνει κάτω, τον κάνει κομμάτια, και φεύγει, πέρνοντας μαζύ του το κομμένο κεφάλι. Κει κάτω στη χορταρένια καλύβα, ο Τριστάνος και η Βασίλισσα κοιμούνται σφιχτά αγκαλιασμένοι, απάνω στην ανθισμένη χλόη.

Επέρασα την ψαθοβουρλιά στο κεφάλι· άρπαξα από το τραπέζι μου και το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του φίλου μας, πούχε την καλοσύνη να μου το στείλη δωκάτω. Εροβόλησα στο μουράγιο. Είχε παρμένο το σίδερο τόρα ο Καπτάν-Μιχάλης. Εκαλόστρωσε πίσω τη βάρκα, πούταν ολόποντες οι κουπαστές απ τη νυχτερινή δροσιά· εδιπλάρωσε στη σκάλα και μακαρτερούσε. Ανοιχτήκαμε.

Πώς, φιλενάδες, στην κυρά μας τούτο δεν θα το ειπούμε με τρανή φωνή, πούχε στον άνδρα όλες της ελπίδες, μα κ' έχει τόσο δύστυχη γενή; Τώρα εκείνη λυώνει από τη συφορά και η χαρά για κείνον θανατείλη. έπεσε εκείνη στα λευκά γεράματα, κι αυτόν θα τον περιφρονούν οι φίλοι.

Ύστερα από λίγη ώρα, βρέθηκε σένα μαντρί κοντά, πούχε γαλάρια γιδοπρόβατα. Εκεί ζήτησε λίγο γάλα κι' ο πιστικός άρμεξε όλο το βυζί μιανής γίδας στο στόμα, του κατανήστικου κουταβιού. Άμα το γάλα μπήκε στην κοιλούλα του, το κουτάβι άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια, και κοίταξε κατάματα τον κυνηγό, κι' έκανε σα νάθελε κάτι να του ειπή, αλλά τι να του έλεγε ένα τέτοιο άλογο ζώο;

Μα συνάμα την αγαπούσε πιο βαθιά από την κάθε μητέρα που τρέμει για το ζωντανό της το σπλάχνο, το παιδί της την αγαπούσε αλλοιώς παρ' ανθρώπινα, υπερφυσικά : Αχ, αυτό το κερί που ήτονε ζυμωμένο το κουκλάκι της, ήτον κερήθρα βγαλμένη απ’ της ψυχής της την κυψέλη πούχε στραγγίζει απ’ αυτήν το μέλι της ευτυχίας της όλο!. . κ’ έκλεινε τα μάτια της για να μην ιδή ταχνάρι το φριχτό που άφησε η άλλη απάνω σ' αυτό το μαλακό κερί της ψυχής της. . και πάλι τάνοιγε και το τήραγε και της ερχότανε να ξεφωνίση, γιατί έβλεπε πως το'χε κάμει πια δικό της η άλλη, πως τόχε βαθιά σημειωμένο με το νεκρό της το πρόσωπο για σφραγίδα. . και τόσφιγγε στο στήθος της μην της το πάρη. . κι αυτό άνοιγε το στόμα του να κλάψη, μα έβγαζε μονάχα μιαν άχνα σα να της έλεγε κάτι από μέρους εκείνης της νεκρής της άφωνης. . .

Τότες άρχεψε να ψευτίζη και την τέχνη του λίγο ο Ζώης, για να κερδαίνη πλιότερα. Η λεχωνιά όμως της γυναίκας του δεν πήγαινε καλά. Είχεν ανάψει θέρμη βαριά 'ςτο κορμί της, κ' οι γιατροί πούχε καλέσει ο Ζώης, οι καλλύτεροι γιατροί των Γιαννίνων, έφευγαν από το σπίτι του με κατεβασμένα τα φρύδια. Κάποτε κι όλας φανέρωσαν σε κάποιον 'ςτη γειτονιά ότ' η λεχώνα κιντύνευε.

Αχτίδα χαράς φώτισε το πρόσωπό του, πούχε κάνει η μελαγχολία σκοτεινό, αλλ' η αχτίδα εκείνη ισκιώθηκε κι' έσβυσε στη στιγμή, και το πρόσωπο του ξένου ντύθηκε την πρώτη σκυθρωπάδα.