United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΧΟΡΟΣ Εσείς π’ ακούτε, θεοί, από ψηλά τα δίκια μου παρακάλια κάμετ’ η πόλη να νικήση° και στων εχθρών, που πλάκωσαν τη γη μου, τα κεφάλια στρέψατε του πολέμου τα κακά, κι όξω απ’ τους πύργους κεραυνούς ο Δίας να τους κάψη ας ρίξη.

Τώρα νοιώθουμε κ' ένα άλλο, πώς δηλαδή έτυχε να βρίσκουνται από καιρό σε καιρό τόσοι σημαντικοί Αρμένηδες στην Πρωτεύουσα μέσα, και στο στρατό και στο παλάτι, και στο θρόνο απάνω ακόμα. Κατά τα τέλη όμως της βασιλείας του Θεοδοσίου βλέπουμε πάλι φουρτουνιασμένα σύννεφα τριγύρω στο κράτος. Πλάκωσαν τότες και μερικοί Ούννοι, μα όχι μεγάλα πράματα.

Πάω τώρα, πρέπει τ' αρχηγού να δώκω τα μαντάτα. Εσύ τον ξέρεις, γέρο μου, καλά, σαν τι είναι εκείνος· δε χωρατέβει, εκεί άξαφνα του φταις χωρίς να φταίξειςΤότες του κάνει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης 655 «Τι τάχα κλαίει τους Αχαιούς ο Αχιλέας έτσι και δα ρωτάει πιοι πάθανε; που καν δε βάζει ο νους του σαν τι δεινά μας πλάκωσαν!

Σαν πλάκωσαν σε λίγο οι άλλοι από τον ανήφορο με τον αγωγιάτη, μου την άρπαξανέτσι θα το ειπώ, — από τα χέρια μου, με την παντοχή πως μ' απαλλάζουν από βάρος, που εγώ ήμουν τόσο ευχαριστημένος ενόσω μοναχός μου της πρόσφερνα τη βοήθεια μου. Είχα φοβηθή κ' εγώ πολύ.

Είπε, κι' αφτοί σεβάστηκαν την προσταγή τ' αφέντη κι' όλοι μαζί του πλάκωσαν με πιο μεγάλο πείσμα. 414 Μα κι' έτσι που τους Αχαιούς ναν τους τσακίσουν πίσω! 432 Μον στέκανε όπως ζυγαριά της τίμιας στέκει αργάτρας, που έχοντας ζύγι και μαλλιά ζερβόδεξα ισοζιάζει σωστά, τι θέλει το ψωμί να βγάλει των παιδιών της· 435 έτσι ίσα αφτών είχε απλωθεί ο πόλεμος κι' η μάχη, ως πούδωκε του Έχτορα ο Δίας πιο μεγάλη τέλος τιμή, και πήδηξε μέσα στο κάστρο πρώτος.

Ο δεκανέας μάζεψε τους στρατιώτες του, τους είπε ολονών κάτι τι κρυφά στ' αυτί και τους αμόλησε δεξιά κι αριστερά. Αυτός έκατσε μαζί μας σ' ένα μαγαζάκι του χωριού, παίζοντας σκαμπίλι μ' ένα κοντόχοντρο χωριάτη, τρώγοντας λουκούμι και πίνοντας ρακί. Ίσα με το γιόμα οι στρατιώτες πλάκωσαν. Το κυνήγι τους δε πήγε χαμένο. Έφεραν καμιά δεκαριά χρεοφειλέτες, άλλους αμολυτούς κι άλλους λιταριασμένους.

Και η «Αθηνά», σκαμπανεβάζοντας στο κύμα, αναστέναζε από τα τρίσβαθα των αρμών της. — Μαζί θα πεθάνωμε, Μοναχάκη. Σιγά-σιγά τους πλάκωσαν τα γεράματα, Στο τελευταίο ταξίδι στη Μαρσίλια, ο Μοναχάκης αρρώστησε. Τον βγάλανε όξω στα σπιτάλια. Οι γιατροί του είπαν να μείνη λίγον καιρό να κυτταχθή. Ο Μοναχάκης δεν τάκουε αυτά. «Την Αθηνά δεν την αφίνω σε ξένα χέρια», έλεγε.

Αν έκαμαν οι Αυτοκρατόροι μας καλά ή όχιαπό τον Κωσταντίνο και κάτωνα κανονίζουνε θρησκευτικά ζητήματα, και κάποτες με μέτρα τυραννικά μάλιστα, άλλος λόγος αυτό. Εκείνο που πρέπει εμείς να θυμούμαστε είναι πως δίχως τέτοια μέτρα θα κομματιάζουνταν το Κράτος και θα κιδύνευε η εθνική μας ενωσύνη κι' η ζωή μας χερότερα απ' όλες τις βαρβαρικές πλημμύρες που πλάκωσαν.

Εκείνη τα σχεδίαζε, τα στάφνιζε, τους έδινε τη χάρη και το ρυθμό. Σε τίποτα δεν καταπιανόταν το γέρικο αντρόγυνο χωρίς το θέλημα της κόρης. Και όμως τώρα που τους πλάκωσαν τα χρόνια αρχίσανε κ' οι δυο τους τις αναποδιές. Βλέπουν την Ελπίδα που μεγαλώνει και ανησυχούν για το μέλλον της.

Σαν πλάκωσαν σε λίγο οι άλλοι από τον ανήφορο με τον αγωγιάτη, μου την άρπαξαν, — έτσι θα το ειπώ, από τα χέρια μου, με την παντοχή πως μ' απαλλάζουν από βάρος, που εγώ ήμουν τόσο ευχαριστημένος, ενόσω μοναχός μου της πρόσφερνα τη βοήθεια μου. Είχα φοβηθή κ' εγώ πολύ.