United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να δείξη μ' εκείνα το σόι του. Κ' έπειτα να ζητήση το δικό του. Οι παλιοί του θέλησαν να διώξουν τους δικούς σου με τα κονίσματα. Όχι στα χέρια τους, στο θαύμα βασίζονταν. Τούτος θέλει να σε διώξη με τσ' αρχαιότητες! — Αμάν, Χριστιανοί μου, λυπηθήτε με. Να ποιοι ήταν οι Ευμορφόπουλοι κ' εγώ το παιδί τους υποφέρω. Δεν έχω σπίτι να καθίσω, δεν έχω χωράφι· μου τ' άρπαξε όλα ο Χαγάνος.

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Πάλιν θα πάω εις τον κόσμον διά να με διώξουν εκ νέου οι άνθρωποι και να με σκάση με τους εμπαιγμούς της η Αδικία; ΖΕΥΣ. Τώρα πρέπει να έχης καλλιτέρας ελπίδας, διότι πιστεύω ότι θα τους έχουν πείσει οι φιλόσοφοι να σε προτιμούν από την Αδικίαν, μάλιστα, ο υιός του Σωφρονίσκου ο τόσον επαινέσας το δίκαιον και αποδείξας ότι είνε το μέγιστον των αγαθών.

Αλλά το σώμα μου τρέμει, φοβάμαι πολύ, φεύγω, έμεινα κι' όλα πάρα πολύ». Ο Βασιληάς, μέσ' τα κλαδιά, λυπήθηκε, και γέλασε γλυκά. Η Ιζόλδη φεύγει, και ο Τριστάνος τη φωνάζει. — Βασίλισσα, για τόνομα του Χριστού, λυπηθήτε με, βοηθήστε με! Οι τιποτένιοι προδότες ήθελαν να διώξουν μακρυά από το Βασιληά όλους όσοι τον αγαπούν. Επέτυχαν το σκοπό τους, και τώρα τον περιγελούν.

Μα αφτός γιομάτος θάρρος πάντα πότε όρμαε στο σωρό, πότε έστεκε αλυχτώντας τρομαχτικά, μα πίσω πια δε σάλεβε ούτε βήμα. 160 Κι' όπως λιοντάρι που ψοφάει της πείνας δε μπορούνε βοσκοί λαγκαδοκοίμητοι από σφαχτό να διώξουν, έτσι κι' οι Αίιδες, οι διο χαλκόφραχτοι ασπιστάδες, τον Έχτορα απ' τον Πάτροκλο να σκιάξουν δε μπορούσαν.

Τέλος την Πέφτη, αφού πρώτα εβγήκαν οι συγγενείς του να ψάξουν τους δρόμους και οι γυναίκες ετράβηξαν εμπρός να διώξουν κάθε κακό συναπάντημα, εκατόρθωσε να φτάση στη γολέτα. Και τόρα η κουκουβάγια δεν είχε σκοπό να ξεκολλήση από το καράβι! Ήρθε πάλι κ' εκάθησε στο κατάρτι. Ήταν γυρισμένη στον καπετάνιο κ' εστύλωνε τα μεγάλα μάτια της καταπάνω του.

Επί πολύ και κατά το πλείστον μέρος της ημέρας ταλαιπωρούμενοι αμφότεροι υπό της μάχης, της δίψης και του καύσωνας αντείχον και προσεπάθουν οι μεν να διώξουν τους εχθρούς από τα ύψη, οι δε να μη υποχωρήσουν. Εν τούτοις οι Λακεδαιμόνιοι ημύνοντο ευκολώτερα παρά πριν, διότι είχαν εξησφαλισμένα τα πλάγια.

Αυτά 'πε, και όλοι εκίνησαν κατά το περιγιάλι• κ' ευθύςτην γην ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν. 360 κ' εκείνοι ομούτην αγορά βαδίζαν ουδ' αφίναν να συγκαθίση άλλος κανείς των νέων ή γερόντων. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους• «Ωιμένα! πώς οι αθάνατοι τούτον τον άνδρα εσώσαν! ήσαν ολήμερα σκοποίταις ανεμώδεις άκραις, 365 κ' εξάλλαζαν αδιάκοπα• και ότ' έφθανε το σκότος δεν ξενυχτούσαμετην γην, αλλάτο γοργό πλοίο επλέαμ' ως το χάραμμα, κρυμμένοι καρτερώντας, του Τηλεμάχου την ζωή να πάρουμε άμα φθάση• κ' εκείνον ωστόσ' έφερε θεός εις την πατρίδα. 370 αλλ' όλεθρον ας εύρουμεν εμείς του Τηλεμάχου, να μη ξεφύγη, τώρα εδώ' κ' ελπίδα εγώ δεν έχω, όσο ζη 'κείνος, να ευρεθή των έργων τούτων άκρη, ότ' ήδη απόκτησεν αυτός σκέψι πολλή και γνώσι, και την αγάπη του λαού δεν έχουμεν ως πρώτα. 375 αλλά βιασθήτε, πριν αυτός εις σύνοδο καλέση τους Αχαιούς• ότι, θαρρώ, δεν θ' αμελήση, θα 'λθη μ' οργή πολλή, θα σηκωθή καιόλους θα κηρύξη, πως φόνον του ωργανίζαμε και πως εσώθη μόλις• και τ' άνομ' έργ' ακούοντας αυτοί δεν θα επαινέσουν• 380 κάποιο κακό θα πάθουμε• μήπως και απ' την πατρίδα μας διώξουν και να φύγουμε μας βιάσουν εις τα ξένα. αλλ' ή μακράν εις τον αγρόν, ή ως έρχεταιτην πόλι, ας τον κτυπήσουμ' έγκαιρα• κατόπι ας μοιρασθούμε τα κτήματ' όλ', αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 385 να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που θα την πάρη νύμφη. και αν τούτο σεις δεν δέχεσθε, και θέλετε να ζήση αυτός και όλα να χαίρεται τα πατρικ' αγαθά του, ας μη συναθροιζόμεθεν εδώ να καταλυούμε τους θησαυρούς του• και καθείς ας κάμνη την μνηστεία 390 με δώρ' από το σπίτι του, και ας πάρη αυτή τον άνδρα, οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».

Λέγεται δε ότι και οι περισσότεροι εξ αυτών εις μεν τους λόγους προσποιούνται ότι είνε με το μέρος μου, εις τα πράγματα όμως με αποστρέφονται τελείως και είνε βέβαιον ότι θα με διώξουν αν τύχη να κτυπήσω τας θύρας των• διότι προ πολλού ήδη έχουν εγκολπωθή την Αδικίαν. ΖΕΥΣ. Δεν είνε όλοι κακοί, κόρη μου• αρκετόν δε θα είνε και αν επιτύχης ολίγους καλούς.

Οι Αθηναίοι ήλθον εις την Σικελίαν υπό την πρόφασιν, την οποίαν εμάθετε, με σκοπόν, δε, τον οποίον πάντες υπονοούμεν· ουδόλως πιστεύω ότι ήλθον, διά να αποκαταστήσουν τους Λεοντίνους, αλλά μάλλον διά να διώξουν ημάς, διότι δεν είναι λογικόν να ερημώνουν τας εν τη Ελλάδι πόλεις, διά να συνοικίζουν άλλας εις την Σικελίαν, να φροντίζουν τόσον περί των Λεοντίνων, που είναι Χαλκιδείς, ως εάν ήσαν συγγενείς των, και να αφήνουν εις την δουλείαν τους εν Ευβοία Χαλκιδείς, των οποίων οι Λεοντίνοι είναι άποικοι.

Ήθελε να τους διώξουν από το γάμο· να μη δεχθούν ούτε αυτούς ούτε τα δώρα τους. — Αυτοί, μωρέ παιδί μου, δεν ήρθαν γι' άλλο παρά να μας εξευτελίσουν έλεγε θυμωμένος. — Κάτσε ήσυχος, κάτσε ήσυχος, μωρ' αδερφέ, που θα διώξουμε τον κόσμο! τούλεγε ο Δημητράκης. Ταχυά και μεις τους τ' αποδίνουμε. Τυχερό εκείνη την ώρα πλάκωσε κι ο Αλαμάνος κι έτσι κόπηκε η φιλονεικία τους.