United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα πουλήσατε;» «Ναι, άλλα πούλησα σε κάποιον από το Νούορο και άλλα τα χρησιμοποίησα για να επισκευάσω την σκεπή και έτσι πλήρωσα και τον χτίστη. Ξέρεις ότι την τελευταία μέρα της σαρακοστής ο αέρας πέταξε τα κεραμίδιαΚι έτσι εκείνος δεν επέμενε. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να διορθώσει κανείς τα πράγματα, χωρίς να ταπεινώνει τους ανθρώπους που αγαπά!

Αλλ' η μητέρα μου, αν και φαίνεται της άρεσε λίγο το πράμμα, επέμενε να με πάρη μαζή της. Φοβότανε μήπως μου συμβή τίποτε στην επιστροφή, γιατί θα περνούσαμε από τουρκοχώρια. Έπειτα είχα ρεμπελέψει· έπρεπε και να διαβάσω λίγο.

Εν θανασίμω αμαρτία εναντίον της ιδίας συνειδήσεώς του, ο Ιούδας επέμενε να επισωρεύση δι' εαυτόν οργήν, «εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως του δικαίου κρίματος του Θεού». ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΑ'. Η λύσσα των εχθρών του Χριστού

Ψες που τρώγαμε με τη βαρώνη Bernstein, μολονότι πολύ γοητευτική γυναίκα, επέμενε να συζητή για τη μουσική σαν να ήταν κάτι γραμμένο γερμανικά. Τώρα μ' ό,τι κι αν μοιάζη η μουσική στη φωνή, με χαρά μου το λέω ότι δεν μοιάζει ούτε στον ελάχιστο βαθμό τα γερμανικά. Είναι κάτι τύποι πατριωτισμού πράγματι τέλεια εξευτελιστικοί. Όχι, Γιλβέρτε, σε παρακαλώ μη παίζης πια.

Η μαμή επέμενε όσο ζούσε ότι ήταν παραίσθηση του πυρετού∙ όπως είναι γνωστό όμως, τα έλεγε όλα αυτά για να κρατήσει η Καλίνα το μυστικό. Τα νομίσματα στο μεταξύ αυγάτιζαν: αυγάτιζαν κάθε χρόνο και περισσότερο όπως τα ρόδια που έβλεπε εκείνη πράσινα και κόκκινα εκεί κάτω, τριγύρω στην αυλή του ντον Πρέντου Πιντόρ.

Εγνώριζον, ως είπον, τον κατά δεισιδαιμονιών και μαγισών ιδία πόλεμόν μου. Πρό τινων ημερών έτι είχον εκδιώξει κακήν κακώς μίαν, ήτις επέμενε και καλά να ιδή την μοίραν μου. Και προφανώς εξέλεξαν την απόκεντρον εκείνην γωνίαν διά τας μαντείας αυτών, χάριν ασφαλείας.

Η Μαχώ δεν εύρε ψυχήν εις το Έρημον Χωρίον. Ενύκτωνεν ήδη, η πανσέληνος ήτον περασμένη, και η σελήνη θ' ανέτελλε δύο ή τρείς ώρας νύκτα. Άλλως, ο Φάλκος επεθύμει να διανυκτερεύση εις το άγριον μέρος, κ' επέμενε να μείνωσιν.

Πες μου, ψυχούλα μου Έφις, πού είναι.» «Πώς μπορώ να σας το πω, αφού ούτε εγώ το ξέρω;» «Πες το μου, πες το μου», επέμενε, σκύβοντας επάνω από το Έφις, ενώ έπιανε τα κολιέ της λες και ήθελε να τα βγάλει και να του τα προσφέρει. «Τον διώξατε; Τον έδιωξε η ντόνα Νοέμι;….. Πες το μου, εσύ το ξέρεις. Η Γκριζέντα μου θα πεθάνει…

Αλλ' ο Πρωτεύς επέμενε να μάθη πόθεν έλαβε την Ελένην· επειδή δε ο Αλέξανδρος περιέπλεκε τους λόγους του και δεν έλεγε την αλήθειαν, οι παρόντες εις την συνδιάλεξιν ικέται εμαρτύρουν κατ' αυτού διηγούμενοι καταλεπτώς το έγκλημά του.

Μην τα ξεσυνερίζεσαι τα λόγια της, κουμπάρε, διεμαρτύρετο λέγων ο σύζυγος. — Το δικό μου θα περάση, το δικό μου! επέμενε πάλιν η συμβία. — Και τι; θα με κουμαντάρης εσύ; έκραζεν απειλητικώς ο Σπληνογιάννης. — Σας παρακαλώ . . . ησυχάσατε τώρα, παρενέβαλλε διά της μελιχράς και θωπευτικής φωνής του ο Λάμπρος ο Βατούλας.