United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σχεδόν δεν άφιναν κανέναν νοικάρην να χορτάση τον ύπνον, τόσον δυνατά και τόσον συχνά ελαλούσαν. Κ' η κόττες ανάμεσα εκακάριζαν. Κ' οι δύο πετεινοί με της τρεις κόττες ετρέφοντο κ' επάχυναν καλά εκεί μέσα. Η κυρά Σταυρούλα δεν τας άφινε ποτέ να εξέρχωνται εις την αυλήν.

Τόρα λοιπόν μας μένει να ειπούμεν πόσοι είναι και ποίοι. Διότι δεν υπάρχει ποτέ φόβος να φανώμεν ψευδείς. Λοιπόν ασφαλώς διισχυρίζομαι αυτό τουλάχιστον. Δηλαδή λέγω πάλιν ότι είναι οκτώ αι τροχιαί, και από αυτάς τας οκτώ αι μεν τρεις εξετάσθησαν, μένουν δε άλλαι πέντε.

Θεός να φυλάγη τον κόσμο από την κακή την ώρα! Ποιος ηξεύρει πόσαις ώραις επάλαιψε με τον θάνατο! Μα βλέπεις δεν ήτανε γραφτό του. Το άλογο ευρέθηκε σκοτωμένο, κ' εκείνος εγλύτωσε. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Κ' έτσι που εγλύτωσε, πάλε δόξα σοι ο Θεός! Τρεις ημέραις δεν ήξευρε πού ήτανε. Σαν ήλθε κομμάτι στον εαυτό του, εκατάλαβε πως ευρίσκεται σ' ένα μύλο.

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Είν' ώρα, είναι ώρα, κράζει η Άρπυια! Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ελάτε· — 'ς το κακκάβι ολοτρίγυρα, και μέσα τα φαρμάκια και τα μαγικά: Κούβακας·πέτρα κρύα τον επλάκονε σωστά τριάντα ένα ημερόνυκτα, και ίδρωσε φαρμάκι μέσ' 'ς τον ύπνο του· — 'ς την μαγευμένη βρύσι συ πρωτόβρασε! ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε. Καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!

Οι τρεις Ολυνθιακοί: Στους «Τρεις Ολυνθιακούς» του εκθέτει, αποκαλύπτοντας την έτσι στους Αθηναίους, την πολιτική και τους σκοπούς του Φιλίππου, του Βασιλιά της Μακεδονίας, επικρίνοντας τους ταυτόχρονα για την αδράνεια τους. Οι «Τρεις Ολυνθιακοί» κρίνονται σαν οι κατ εξοχήν πολιτικοί λόγοι του μεγάλου αθηναίου ρήτορα.

Αλλ' αν δεν εξήρχετο; Αν έμελλε να μείνη εις τον θάλαμον της ξένης και να διανυκτερεύση μετ' αυτής, όπερ δεν ήτο απίθανον; Τότε ουδέν έμελλε να χάση η Βεάτη. Διότι μετά δύο ή τρεις ώρας δεν έμελλε να πυκνωθή πλειότερον το σκότος, τουναντίον περί το μεσονύκτιον θ' ανέτελλεν η σελήνη, ης το φέγγος θα διήρχετο διά τινος φεγγίτου, και θα ωδηγείτο να βαδίση ευχερέστερον.

Μόνον δι' εμέ δεν επερίσσευσε τίποτε, αν και την έφεραν δυο ή τρεις φοράς πλησίον μου αι περιπέτειαι του χορού.

Οπίσω οχ τ' αντικέφαλο το άρμα διαπερνάει: Στην κατοικά του Πλούτωνα γοργά τον προβοδάει· 500 Ο Κολοκύθας πιάνοντας σφιχτά του Τζικνογλύφη Οχ το ποδάρι το δεξί διο τρεις φοραίς το στρίφει· Τον κολοσέρει, φεύγοντας όσο μπορεί, μαζί του, Μες το νερό κρατόντας τον, ως να σβυστή η πνοή του.

Αλλά το παπί έμεινε τρεις εβδομάδας εις την καλύβην και αυγόν η γραία δεν είδεν, ώστε εθύμωσε με το παπί και δεν το εκαλομεταχειρίζετο. Και ο γάτος δε και η όρνιθα δεν το έβλεπαν με καλόν μάτι, ώστε μίαν ημέραν εστενοχωρήθη το άτυχον παπί και έφυγεν από την καλύβην. Επλησίαζεν εν τούτοις το φθινόπωρον.

Εξοχή άδενδρος πλησίον του Φόρες. Κεραυνοί. Εισέρχονται αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Πού ήσουν αδελφή μου; Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χοίρους έσφαζα. Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Συ, αδελφή, πού ήσουν; Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Μία ναύτισσα εις την ποδιά της μέσα είχε κάστανα κ' εμάσσα, 'μάσσα 'μάσσα. — Δος μου, λέγω της. — Κρημνίσου, στρίγγλα, λέγει, πήγαιν' απ' εδώ Και μ' έδιωξ' η βρωμούσα, η αχόρταγη!