United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έσπρωξε τον κόσμο, στριμώχθηκε μέσα στο λαό, ίδρωσε, παρακάλεσε. Σαν έφθασε όμως κοντά, έτριψε τα μάτια του. Γιατί δεν πίστευε κι' ο ίδιος αυτό που έβλεπε. Στο τέλος δεν μπόρεσε να βασταχθή. Χωρίς να θέλη, μια φωνή του ξέφυγε απ' τα χείλη: «Αι! Αι! ο τρελλόςΤο πλήθος ρίχθηκε απάνω του να τον πνίξη. Έβαλε φτερά στα πόδια. Βοή και κατάρα τον ακολουθούσε από πίσω του σαν φοβέρα.

Ο κυρ-Δημάκης, εισπεσών έν τινι ορμίσκω αβαθεί, όπου η θάλασσα ήτο ως λίμνη προς την εναντίαν της νησίδος πτυχήν, συνήντησεν εκεί μέγαν τινά πάγουρον, άγριον, βρυωμένον τετράγωνον, μελανόφαιον. Και μη έχων μεθ' εαυτού τον γάντζον, προσεπάθει διά της μαχαίρας, τόσην ώραν, να τον αποσπάση από του χάσματος, θεωρών εντροπήν του να τον αφήση. Κύπτων ίδρωσε. Τέλος ηγέρθη κατακόκκινος.

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Είν' ώρα, είναι ώρα, κράζει η Άρπυια! Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ελάτε· — 'ς το κακκάβι ολοτρίγυρα, και μέσα τα φαρμάκια και τα μαγικά: Κούβακας·πέτρα κρύα τον επλάκονε σωστά τριάντα ένα ημερόνυκτα, και ίδρωσε φαρμάκι μέσ' 'ς τον ύπνο του· — 'ς την μαγευμένη βρύσι συ πρωτόβρασε! ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε. Καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!

Τότε ο βασιλεύς επρόσταξε να γίνουν όλες οι ετοιμασίες κατά την διάταξιν του ιατρού· επήγεν εις το ιπποδρόμιον, εγυμνάσθη έως που ίδρωσε, και τότε εκατάλαβεν ότι το ιατρικόν άρχισε και ενεργούσε εις το σώμα του και έτσι ιδρωμένος εμβαίνει εις το λουτρόν και λουσθείς αμέσως έπεσεν όλον εκείνο το λεπρώδες δέρμα και έμεινε το σώμα του λευκόν και τρυφερόν ωσάν να ανεγεννήθη εκ δευτέρου.

Μα θλίβουμε που ίδρωσε ο μακαρίτης να τα βγάλη από του λύκου το στόμα, και να τα ημερέψη. Τώρα θα πέσουνε πάλε στη χερσάδα. Αντί ν' ανοίξουμε κι άλλα, θα χάσουμε κ' εκείνα.... Δυο δάκρυα έτρεμαν στα μάτια της κυρά Πανώριας. Ο Αριστόδημος είδε την κακή εντύπωση που έκαμαν τα λόγια του κ' ηθέλησε να τα μετριάση. — Καλέ, μητέρα, μην κάνεις έτσι. Δεν είπα εγώ να τ' αφήσουμε χέρσα. Θαν τα δουλέψουμε.

Ήθελε να κάμη κι' αυτός τον ανδρειωμένον εις τον εξάδελφόν του Σταμάτην, — όστις συνήθως έκαμνε τον άφοβον μεταξύ όλων των παιδιών, — και να έχη να του διηγήται ότι είδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά, εις το Έρημο Χωριό, και «δεν ίδρωσε το μάτι του». Η Μαχώ έκαμε την ανάγκην φιλοτιμίαν κ' έμεινεν. Εν πρώτοις, άναψε τα κανδήλια της Παναγίας της Μεγαλομμάτας.