United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολλήν ήδη ώραν μετά την αποχώρησιν της μητρός μου, εκαθήμην έτι οκλάδην επί του ερυθρού χ ρ α μ ί ο υ του χαμηλού σοφά, κύπτων προς το αμυδρόν φως ελεεινού λυχναρίου, και προσπαθών να διασκεδάσω τας σκέψεις και τας ζωηράς της φαντασίας μου εικόνας διά της αναγνώσεως, δεν ενθυμούμαι πλέον τώρα, τίνος βιβλίου.

Κύπτων επί των δύο πυρών, με την μίαν χείρα εγύριζε την σούβλαν, με την άλλην εχειρίζετο την τεραστίαν κουτάλαν, δι' ης ανεκάτωνε κ' ετσιγάριζε το κρέας με τα κρόμμυα. Ήλθε και ο γέρο-Σιγουράντσας αυτόκλητος βοηθός, διά να γυρίζη την άλλην σούβλαν.

Ο πρεσβύτερος των δύο, ανήρ λίαν γεραρός με πολιόν γένειον, απέτεινε τον λόγον προς τους εισερχομένους, ο δε νεώτερος κύπτων επί τινος καταλόγου, εφαίνετο εκτελών έργα γραμματέως, απήγγελλεν ονόματα και ποσά, και εσημείου σταυρούς και κεραίας εις το περιθώριον.

Εάν έλεγα εις αυτούς ευθύς εξ αρχής διατί ήλθομεν, υποθέτω ότι η αρετή των θα αντήχει ως ασπίς χαλκίνη υπό κτύπημα ροπάλου. Και δεν ετόλμησα! Ο Βινίκιος, κύπτων την κεφαλήν, έμεινε προς στιγμήν σιωπηλός· κατόπιν είπε: — Την επόθουν· τώρα την ποθώ περισσότερον. Πρέπει να γείνη ιδική μου. Πρέπει να την αποκτήσω. Ήλθα να σου ζητήσω συμβουλήν.

Ευρίσκετο πέραν της άλλης άκρας του κήπου, και όταν η Γιαννού επλησίασεν εις την θύραν του περιβόλου, δεν τον έβλεπε πλέον, κρυπτόμενον όπισθεν του πυκνού φράκτου, εις ικανήν απόστασιν, ώστε δεν ημπόρεσε να του φωνάξη μακρόθεν την καλησπέραν. Εκείνος κύπτων, όλος έκδοτος εις την εργασίαν του, ούτε την είδεν. Η γραία Χαδούλα εισήλθε.

Ούτω το βαρέλι έμεινε κλίνον προς τα πρόσω, ως ελέφας κύπτων από της όχθης να ποτισθή εις τον ποταμόν. Μετά μικρόν οι δύο μήνες, κατάχαμα επί του εδάφους καθήμενοι, μετά πολλού ζήλου προσεπάθουν διά μεγάλου ξυλίνου ποτηριού να μεταγγίσουν το περιεχόμενον του βαρελιού εις την κοιλίαν των. Έπινον ήσυχοι, σιωπηλοί, κύπτοντες μετά βαθείας προσοχής προ αυτών.

Η Ακτή είχεν ειπεί την αλήθειαν. Ο Καίσαρ, κύπτων επί της τραπέζης, με τον ένα οφθαλμόν ημίκλειστον, είχε πλησιάσει εις το άλλο τον εκ σμαράγδου μονύελόν του. Τους παρετήρει: Το βλέμμα του συνήντησε το βλέμμα της Λιγείας και η καρδία της παρθένου επάγωσεν.

Άφησε τώρα της ιδέαις γι' αύριο, κ' έλα να κοιμηθήςΜου έρχεται ιδέα . . να μετρήσω τα τάλλαρα. — Να τα μετρήσης; και γιατί; πού σου ήλθε; — Να ιδώ, είνε σωστά πεντακόσιας ή με γέλασε ο κυρ Μαρής; — Να σε γελάση ο άνθρωπος; γιατί να σε γελάση, αφού σου τα χάρισε; Δεν σούδινε, σαν ήθελε, λιγώτερα; Ο Δημήτρης έμεινεν επί στιγμήν σιγών, κύπτων υπό το βάρος της ακαταγωνίστου εκείνης ευθύτητος.