United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσκοβολισμένο περιβόλι! Και τ' ήταν αυτός παρά ένας και μοναχός τραγουδιστής, που έχυνε τη φωνή του όχι για τίποτ' άλλο παρά για να ξετυλίξη την ψυχή του στα ψηλά και μέσα της να πνίξη όλο το είνε του! Είχε όμως κι από την εκκλησιά του μία απαίτηση· την ήθελε πρώτη και καλήτερη.

Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Άσε με να ομιλήσω· εδώ είναι το νερό· εξαίρετα· εδώ στέκει ο άνθρωπος· εξαίρετα· αν ο άνθρωπος πηγαίνη προς τούτο το νερό και πνιγή, τούτο πάει να ειπή ότι, θέλει δεν θέλει, επήγε· αυτό να σημειώσης· αλλ' αν το νερό πηγαίνη προς αυτόν και τον πνίξη, τότε δεν πνίγει αυτός τον εαυ- τον του· αραγούν οποίος δεν είναι πταίστης διά τον θάνα- τον του, εκείνος δεν συντομεύει την ζωήν του.

Τέλος πάντων, εθυσίασαν τα δύο ζώα, και τα έβαλαν διά να καούν με πλήθος θυμιαμάτων, με αρωματικά και με φτερά των πουλιών, τα οποία όλα έκαμαν ένα τόσον πυκνόν καπνόν, που ήθελε πνίξη αυτός τους δύο θεούς, αν δεν ήσαν αθάνατοι. Ακολουθώντας αυτούς ο καπνός δεν έλειψε που να κάμη να τρέξουν άπειρα δάκρυα από τους οφθαλμούς των και να φτερνίζωνται κάθε ολίγον.

Έχομε και απ' αυτά; έκραξεν η χωρική· μας φοβερίζεις κι' όλας, παληογύφτισσα! Φεύγ' απ' εδώ, να μην έλθουν τώρα, και σου σχίσουν το φουστάνι... Η Αϊμά ησθάνθη το αίμα της αναβαίνον εις την κεφαλήν, και πρώτην φοράν εις την ζωήν της κατελήφθη υπό επιθυμίας όπως πνίξη άνθρωπον. Εν τούτοις συνέσχε τον θυμόν της, ενθυμηθείσα ότι ευρίσκετο εις τον οίκον της γυναικός εκείνης, και δεν θα έπραττε καλώς.

Έσπρωξε τον κόσμο, στριμώχθηκε μέσα στο λαό, ίδρωσε, παρακάλεσε. Σαν έφθασε όμως κοντά, έτριψε τα μάτια του. Γιατί δεν πίστευε κι' ο ίδιος αυτό που έβλεπε. Στο τέλος δεν μπόρεσε να βασταχθή. Χωρίς να θέλη, μια φωνή του ξέφυγε απ' τα χείλη: «Αι! Αι! ο τρελλόςΤο πλήθος ρίχθηκε απάνω του να τον πνίξη. Έβαλε φτερά στα πόδια. Βοή και κατάρα τον ακολουθούσε από πίσω του σαν φοβέρα.

Ο Κοραής αγαπούσε να βάζη, το ένα με τάλλο συστήματα αντίθετααφτή είταν η χαρά του και πολύ του άρεζε να μην έχη σύστημα. Ποιητής δεν είταν, και για τούτο, όσο έζησε, δεν άφησε την εθνική μας, τη δημοτική μας φιλολογία να μεγαλώση· ίσως το νόμισε χρέος του να την πνίξη στα σπάργανά της. Είχε πάντα προαίρεση καλή. Από τότες χάλασε η αρχαία μας η γλώσσα κ' η νέα μας η δημοτική.

Φούσκωσε η θάλασσα και θα με πνίξη. Λίγο λίγο. Πόσο έχω ακόμη; Να τελειώση αφτό το βάσανο πια. Όταν πεθάνω, θα πεθάνη κι ο φόβος μαζί μου. Έτσι θα γλυτώσω. Πού κοιμάται ο μουσαφίρης; Τέσσερεις ήμισυ. Να σηκωθώ! Κάπου να πάω. Να βγω όξω από το σπίτι, να μην είμαστε μέσα δεκατρείς. Μούδιασε η καρδιά μου και δεν μπορώ. Είμαι του Χάρου.

Χωρίς να το νοιώθω απάγγελνα στίχους κ' ένας σπασμωδικός λυγμός έσφιγγε το λάρυγγά μου, σα να ήθελε να με πνίξη, και για νανασάνω έσκυψα από το ανοιχτό παράθυρο και κοίταζα την τοποθεσία, όπου γνώριζα κάθε άποψη, κάθε καμπή του δρόμου. Από τις πέτρες, όπου σκόνταβε το αμάξι, ένοιωσα πως είχαμε στρήψει στο μονοπάτι, που έφερνε στην κατοικία μου.

Τον καιρόν που η θηλιά έμελλε να κλείση διά να με πνίξη, σχίζεται το κλωνάρι από το βάρος μου και πίπτει μαζί μου κατά γης.

— ... Τα σκουλήκια μαθές βγαίνουν να το φάνε, ξαναείπε δυνατώτερα ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ανθρώπινα σκουλήκια. Αχόρταγα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε. Του είχε ανεβή το αίμα να τον πνίξη. Δεν μπορούσε να βαστάξη. Κάθε φορά που περνούσε ο ΓεροΤρακοσάρης από τον καφενέ, του άναβαν τα αίματα. Το ήξεραν όλοι και δε μιλούσαν. «Ας βγάλη το άχτι του ο άνθρωπος. Με το δίκηο του...»